Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

…..Έστω και μια στάλα…

Ως «ξένος» ήλθες στη ζωή μου
στον δρόμο του ενός να βαδίσεις μαζί μου.
Θάρρεψα, συνοδοιπόρος πως θα ’σουν καλός,
σαν ηλιόφωτος ουρανός
και σαν ομογάλακτη σ’ αγάπησα ψυχή.
Μα λες κι ήσουν γέννημα καταστροφής
και στη ζωή μου σαν την κακιά έπεσες βροχή.
Κείνη τη βροχή που δεν την περιμένει κανείς
και τη φοβάται, την τρέμει ο κόσμος τη γης
γιατί σαπίζει των χωραφιών τις σπορές.

Κι ω, για ζωής ονειρεμένες χαρές
στα τόσα ταξίματα, όρκους κι υποσχέσεις πολλές
που ’δωσες ώσπου να γίνεις ο σύντροφός μου,
όταν εσκεμμένες αποδείχτηκαν όλα ψευτιές
σαν λούλουδα μαραμένα,
χιλιάδες φιλιά φαρμακωμένα,
έχει τόσο παράπονο συσσωρευτεί εντός μου
που θα χρειαζόμουν αλήθεια δυο ζωές
και στα χέρια μια πελώρια κουτάλα - βοηθός μου-
να τ’ αδειάσω απ’ της καρδιάς τις δεξαμενές.

Όμως πιστή σε ζωής προδιαγραφές
«ουκ αν συνέχθειν αλλά μάλλον φιλείν»
θέλω να ξέρεις πως άνθρωπο επί γης
δεν έχω μισήσει ως τώρα κανένα.
Ούτε ακόμη κι εσένα
που ως «ξένος» ενώ ήλθες στη ζωή μου
κι αγαπήθηκες τόσο άδολα και πολύ,
εσύ έπαιξες πονηρά μαζί μου!
Ω, μη ξαφνίζεσαι, μην απορείς!
Άκου τί σου λέει της ψυχής μου το στόμα:
-Ως του μίσους τη σκάλα
για να φθάσει κανείς
πρέπει ν’ αγαπάει ακόμα…
ν’ αγαπά έστω και μια στάλα….

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Επέστρεψε Μεγάλη Μητέρα


Εσύ, η πρωτόπλαστη Γυναίκα σαν ευλογήθηκες
ως η Μεγάλη Μητέρα, ουράνιας ζωής μελίρρυτη πηγή
όμοιο Άστρο έλαμπες της Αυγής
Κι απ’ αρχέγονους χρόνους ποικιλοτρόπως τιμήθηκες
για την φύση σου την θηλυκή.
Και γεννήτρα τ’ Ανθρώπου επί γης,
σαν την Άρτεμη Ελεύθερη περπατούσες
Σαν την Αθηνά με σοφία στα Συμβούλια μιλούσες,
όπου ο λόγος σου ακουγόταν και μετρούσε πολύ
κάθε φορά που ζωής «αταξία»
σε τάξη ανακαλούσες
Εσύ, π’ ανάτρεφες τα παιδιά σου τρυφερά μες την Εστία
για έργα προετοιμάζοντάς τα σπουδαία
αλλά και στρατεύματα σε μάχες διοικούσες.
Στο πλευρό του άνδρα πολεμούσες γενναία
και παράλληλα για τραυματίες μεριμνούσες»

Ω, πού να το φανταζόσουν
πως τα πράγματα θα ’παιρναν με τον καιρό, άλλη τροπή!
Κι από κει που ως Θεά λατρευόσουν
κι η Θηλυκή σου Αρχή έχαιρε σεβασμού και τιμής,
τόσο βάναυσα θα εκθρονιζόσουν
απ’ τους αρσενικούς σου απογόνους!
Κι από τότε όπως χαράχθηκε
στον μεγάλο δρόμο της ζωής
η μετέπειτα των θυγατέρων σου διαδρομή,
η κάθε μια διατάχθηκε
μ’ εντολές από απάνθρωπους νόμους
δυσβάστακτο να σηκώνει φορτίο
αγόγγυστα και σιωπηλά πάνω στους ώμους
την φύση της την θηλυκή
που σαν «αμάρτημα» το κουβαλά, κατάρα δαιμονική,
απ’ τη γέννησή της ως το κατώφλι της θανής.

Λες κι απ’ τον «Αδάμ» τελικά νικήθηκε ο Θεός
κι ο Λόγος του Κόσμου πια έγινε μόνον ο λόγος του ο δικός.
Κι εσένα Μεγάλη Μητέρα «εν ριπή οφθαλμού» σ’ εξαφάνισε
στην ανυπαρξία του μηδενός.
Και της βασιλείας του ο Αιώνας σαν άρχισε,
ω, πόσο ανεξέλεγκτα πλέον κυριάρχησε
στης ζωής τον δρόμο!
Και πότε για αλήθειες κι ιδανικά, πότε για αρχές κι αξίες
στ’ όνομα των Ανθρώπων, όπως λάλησε
-και συνεχίζει ακόμα να μιλά είτε μες απ’ τον Νόμο,
είτε μες απ’ τα βιβλία, ή μες στον Ναό ή πάνω στο Βήμα-
των φωνών του ο βρυχηθμός,
ω, ένας κυκεώνας μ’ αξιοθρήνητες βλακείες
πώς αντηχεί ως σήμερα εκκωφαντικός!

Ω, πόσο αγνή ψυχή και πόσο άδολο είχες νου
που την σκευωρία σε βάρος σου δεν ψυλλιάστηκες
όταν στα γλυκόλογα γητεύτηκες του Πονηρού
και στην καλοστημένη παγίδα του πιάστηκες!....
Στο «ου» της εντολής, συνέπειες δεν στοχάστηκες
κι η τόλμη σου ανυπακοής απέβη για σε μοιραία.
Κι από κείνη την εποχή, την αρχαία,
τα πρόσκαιρα βιώνοντας και τα εφήμερα
της τόλμης σου εξαργύρωσες το τίμημα
δεχόμενη τον περίγελο του Κόσμου ως σήμερα.

Μ’ απ’ τους κάμπους της «σκοτεινιάς και της ταπείνωσης»
όπου σ’ απομόνωσαν οι Αιώνες να κατοικείς,
επέστρεψε Μεγάλη Μητέρα στο προσκήνιο πάλι της Ζωής.
Με το «αξόδευτο» της Αγάπης σου χάδι
την ανήμερη να μερώσεις ψυχή του Άνδρα-παιδί.
Σαν Ήλιος λάμψε, σαν άστρο μιας καινούργιας Αυγής
να διαλύσεις το συσσωρευμένο πάνω στη γη σκοτάδι
η ωραιότητα για ν’ αποκαλυφθεί της φύσης σου της θηλυκής.
Κι ανυψώνοντας την κορμοστασιά σου την μεγαλοπρεπή
τα μάγια να καταλύσεις, Ιέρεια θεϊκής εντολής,
απ’ την κατάρα που ’πεσε πάνω στις κόρες σου την δαιμονική.
Και τότε στάσου στο μέσο της Κοσμικής Αυλής
και μίλησε…. μίλησε με της καρδιάς την φωνή.
Κι αν ο Λόγος σου, ο γλυκόλαλα μητρικός, εισακουσθεί,
ίσως κι η «αταξία και η σύγχυση» που στον Κόσμο επικρατεί
με την ορμήνια σου μέρα την μέρα σε «τάξη» αποκατασταθεί.

Απ' την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου "Γυναίκα, ζωής ανθοπηγή"

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Ω, δοξάστε με, της Οικουμένης τα πέρατα!

Ω, δοξάστε με, της Οικουμένης τα πέρατα…

Από τότε που πλάστηκε ο Κόσμος εκ του μηδενός
κι άρχισε του χρόνου ακάματος να γυρνά ο τροχός
είμαι τ’ ανθρώπινου πνεύματος η σφοδρή επιθυμία
το υπερβατικό αίνιγμα να λύσω της αρχής του Παντός.

Κι απ’ τη γέννησή μου ψάχνω μ’ αγωνία
μες την ομίχλη των αιώνων που κρύβουν την σοφία
δίαυλο προσπαθώντας να βρω
της κοσμικής δημιουργίας ν’ ανακαλύψω την αιτία.

Κι άλλοτε μ’ αγροίκο ένστικτο στο χώμα προχωρώ
κι ερευνώ απ’ άκρη σ’ άκρη τη Γη
κι άλλοτε σ’ ήλιους κι αστέρια πετώ μ’ ένθεη ορμή,
να εισχωρήσω στου Αρχιτέκτονα την ιδιοφυϊα.

Είμαι του ανθρώπινου πνεύματος η ανησυχία,
που τα θαυμαστά βιώνοντας του Κόσμου μεγαλεία
εκφράζω της κατανόησής μου την αδυναμία
και το χώμα ζυμώνοντας με την αιωνιότητα,
μιμούμενο εαυτόν, με τη λάσπη πλάθω θεότητα.

Είμαι όμως και του Ιούδα η προδοσία,
του Πέτρου η άρνηση κι η φοβία,
του Θωμά η δυσπιστία
που τη μια ενστερνίζομαι κι ακολουθώ αλήθειες φωτός,
την άλλη αποδεικνύομαι προδότης και δειλός.
Και σαν αμφιβάλω για της Ανάστασης την ευλογία
ζητώ επιβεβαίωση, με ψηλάφηση χειρός.

Είμαι του ανθρώπινου πνεύματος η διάχυτη ανοησία,
που αντί του «ιλαρού φωτός» την ακτινοβολία,
χίμαιρες επέλεξα, κραιπάλη νυκτός κι ασυδοσία.
Και στης Αγάπης την φλογοβόλο Διδασκαλία
μίσος προέταξα και πολεμική κτηνωδία…..

Είμαι του ανθρώπινου πνεύματος η αλαζονεία,
που έναντι στο «μάνα» ζωής,
ασυστόλως προέταξα την αχαριστία.
Κι αγνώμων, με «νου σκοτία», πήρα στα χέρια το σφυρί
κι έχωσα τ’ απαίσια καρφιά με μανία,
στο άχραντο του «Εκλεκτού» κορμί….

Ω! δοξάστε με, της Οικουμένης όντα
ως του Απείρου τα πέρατα!
Είμαι του ανθρώπινου πνεύματος
η απύθμενη μωρία,
που μ’ ένδυμα την αναλγησία
και κόσμημά μου την ματαιοδοξία
στης ιστορικής οδοιπορίας μου το πέρασμα
δεν υπολόγισα,
ούτε καν συλλογίσθηκα ποινή και τιμωρία,
κι αλόγιστα
πίσω μου άφησα «σημεία και τέρατα»!....

{ Απ’ την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου «Προσήλυτα κι Αμίλητα»}

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Αν ζούσε ο πατέρας μου ακόμη

Απόψε τον έναστρο ενατενίζοντας ουρανό
καθώς έβλεπα στο αχανές να λαμπυρίζουν οι αστερισμοί
και της ζωής στοχαζόμουν «το χθες, το νυν και αεί»
ξάφνου, δίχως να καταλάβω το πώς,
μια παλίρροια βιωμάτων απ’ του είναι μου το βυθό
ανέβαινε κι ανέβλυζε ορμητική.
Κι όπως απλώνονταν στα μάτια μου εμπρός,
κύματα συναισθημάτων κατέκλυσαν το μυαλό
κι ένοιωθα σάμπως και σε παραίσθηση βρισκόμουν.

Κι όσο με τρέμολο ψυχής αναρωτιόμουν,
ξύπνια είμαι για ονειρευόμουν
μετέωρη στην αθανασία και την φθορά,
άκουγα τύμπανα, σάλπιγγες, κανόνια
να βροντούν στα μάχιμα τ’ ουρανού αλώνια!
Ξεχώριζα, καβαλάρηδες να καλπάζουν μακριά
Μια στρατιωτική πομπή να βαδίζει ρυθμικά
εναρμονίζοντας τον βηματισμό με τραγούδια πατριωτικά
και θάρρεψα πως κι ο πατέρας μου περνούσε μ’ αυτή
κρατώντας στα στιβαρά του χέρια την σημαία την Ελληνική!
Κι έτρεξα με του ανέμου τα φτερά
να τον ανταμώσω μιαν ακόμη φορά
στην αγκαλιά του να ριχτώ, σαν τότε που ’μουν παιδί….

Μα πριν προλάβω, χάθηκε στα σύννεφα η πομπή
και μόνο απόηχο άκουσα απ’ την τραγουδιστή του φωνή:
-«θυγατέρα, πάντα έχει γυρίσματα ο καιρός
Κι όπου ζωής σκοτάδι, μη φοβηθείς.
Ο «ήρωας» στα σκοτεινά προχωρά σιωπηλός
ώσπου και πάλι να δει το φως της αυγής»… .
Αχ, στ’ άκουσμα των λόγων του πώς
ξεπήδησε σπαρταριστός καρδιάς λυγμός!
Ανασήκωσα τα δυο μου χέρια ψηλά,
Κοίταξα κατάματα, της νύχτας τη σκιά,
το λαμπυρίζον χάος τ’ ουρανού,
και φώναξε δυνατά η ψυχή μου ευθύς
της αιωνιότητας να ταράξει τη σιωπή.

Ω, γιατί να πεθάνει τόσο νωρίς
ο πατέρας μου, ο μαχητής ο αγνός,
πριν η δικαιοσύνη ανοίξει το στόμα
και μιλήσει, όπως ο Θεός!

Ω! Αν στην αγκαλιά της γης
δεν είχε προλάβει να γίνει σκόνη
και ζούσε ο πατέρας μου ακόμη,
ω, με ταχύτητα θα ’τρεχα κοντά του αστραπής
και στο λαιμό του θα ριχνόμουν σαν παιδί μικρό,
φωνάζοντας:- πατέρα μου,
πατέρα μου αγαπημένε,
Μια ζωή προδομένε,
μια ζωή αδικημένε,
μια ζωή πικραμένε,
τον ίδιο πόνο έχουμε στη καρδιά κι οι δυο!

Και το χιονάτο κεφάλι του παράφορα θα φιλούσα.
Με δάκρυα θα το μούσκευα καυτά.
Στις αυλακιές του προσώπου του θα μετρούσα
της αγαθότητας κι ανδρείας του τη μεγαλοσύνη.
Στα ρούχα του θα προσκυνούσα
την ακτινοβόλο του καλοσύνη
Και στα πόδια του θα φιλούσα,
της διαδρομής του την όλη πίκρα και οδύνη.
Και τηρώντας πιστά την Πέμπτη Εντολή,
θ’ άρχιζε η στοργή μου
μια-μια τις πληγές του να κλείνει
κι όλη την δόξα που του ’πρεπε και τιμή,
όση του στέρησε και δεν του ’δωσε η Ζωή,
αν ζούσε ο πατέρας μου ακόμα, η ψυχή μου
θα φρόντιζε να του αποδίνει!

{Απ' την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου "Η Πέμπτη Εντολή"}

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Επί τω έργω

Μπορεί, με φέγγος απ’ ένα χλωμό φεγγάρι,
να ’χω τα μάτια καιρό τώρα καρφωμένα
στην έναστρη ουράνια κορυφή
ποθώντας μες την άπειρη αστροφεγγιά
τ’ αστέρι μου να ξεχωρίσουν το ένα
προς εκείνο ένα σημείο η ψυχή μου να σταμπάρει
ώστε η ώρα σαν έλθει για την μεγάλη φυγή
απ’ το γήινο να λευτερωθεί αμπάρι,
να ξέρει προς τα πού να κατευθυνθεί.
Αλλά, όσο υπάρχω και κινούμαι σ’ αυτή την γη,
σαν εργάτρια ταπεινή στης Ποίησης το αλώνι
του ότι μπορώ να δουλεύω εκεί, αυτό και μόνο μου αρκεί.
Και μ’ αψήφιστους ρυθμούς βραδιάζει ξημερώνει
μες απ’ τα καλά του Κόσμου και του Σύμπαντος τα ωραία,
απ’ ό, τι το χέρι μου σταχυολογεί,
στη ποδιά της καρδιάς μου σαν τ’ απλώνει
γιορτή και σχόλη δεν φείδεται ο νους
και μ’ ωθεί μ’ ερωτικούς ενθουσιασμούς,
να γράφω είτε για ασήμαντα είτε για σπουδαία.

Και μες απ’ τις απλές, ζωής καθημερινές χαρές
για όσο που φτάνει ο νους, γράφω και για την «Ιδέα»,
με λογιών-λογιών από χρωματισμούς
στη πέννα μου σταλαγματιές..
Κι αν κάποια στιγμή απ’ τη πέννα μου θλίψη στάζει
δεν είναι απ’ την ακατάπαυστη των ωρών δουλειά.
Ίσως είναι η λύπη που ο χρόνος κυλάει πολύ γοργά
κι η ώρα του μισεμού για το ταξίδι χωρίς γυρισμό πλησιάζει.
Μπορεί να ’ναι και το παράπονο ίσως του ποιητή
πως όλα εκείνα που πηγάζουν μες απ’ την καρδιά
κι όπως ξεχύνονται με χείμαρρου ορμή
δεν θα προλάβει το χέρι του ν’ αφήσει στο χαρτί.

Ω, το πρόσκαιρο στη γήινη ζήση!
Μ’ ακολουθώντας τ’ οδόσημο που δείχνει
«απ’ Ανατολή προς Δύση»
όσο διασχίζω του «Αύριο» την Μεγάλη Οδό,
βιώνοντας την καθημερινότητα μου
στρέφομαι πρωί και βράδυ προς τον Ουρανό
και του μιλώ με φωνή που βγαίνει απ’ την καρδιά μου
τί βλέπω, τί φοβάμαι, τί αγαπώ!
Τί συλλέγω, τί αφήνω, τί χάνω στον Κόσμο αυτόν που ζω!

Κι απ’ εκείνα που μαθαίνω και μ’ αγκυλώνουν,
θλίψεις και πόνους καταγράφω, ζωής καταιγίδες.
Απ’ ό, τι πιότερο αγγίζουν την ψυχή μου και την ματώνουν,
ξεδιπλώνω επιθυμίες μου, προτάσσω ελπίδες
κι όνειρα και προσδοκίες μου ιστορώ.
Και πτερόεσσες γραφίδες,
στον βωμό των Μουσών ακουμπώ
αδίκως για τα όσα πληγώνονται
και σταυρώνονται,
χάδι από ζωογόνες αχτίδες
του Απολλώνιου Ήλιου να γευθούν.
Κι εγώ αναμένω, σαν τύχει και «κοιμηθούν»
τα μάτια μου όλα να τα δουν,
σαν τον Λάζαρο ν’ αναστηθούν….

{Απ' την ανέκδοτη ποιητική μου συλλογή "Προσωπογραφίες"}

Blogger Buzz: Σημαντική σημείωση σχετικά με τους λογαριασμούς κληρονομιά

Blogger Buzz: Σημαντική σημείωση σχετικά με τους λογαριασμούς κληρονομιά

Προσωπογραφία "Πολιτικού"

Η κοινωνική μηχανή για να δουλεύει απρόσκοπτα και καλά
έχει ανάγκη απ’ όλων τα επιδέξια χέρια τα πολλά.
Και μες το κοινωνικό εργοτάξιο το επάγγελμα καθενός
απ’ τον απλό εργάτη ως τον επιστήμονα και τον σοφό
αξία έχει επαινετή και χαίρει σεβασμό κι απ’ τον κόσμο τιμή
όταν η δουλειά ενός εκάστου γίνεται με συνείδηση καθαρή
και στοχεύει στο ατομικό και συνολικό καλό.

Μα φίλοι μου, έντονα με κατατρύχει ένας συλλογισμός
επικεντρωμένος σ’ εκείνον που επαγγέλλεται «Πολιτικός»!
Κι είναι αλήθεια πως αναρωτιέμαι κι απορώ,
αν αξίζει μες το εργοτάξιο το κοινωνικό,
τόση τιμή ν’ απολαμβάνει και να χαίρει τόσο σεβασμό.
Και για να μην νομίσετε πως τον αδικώ,
με το νου μου στο «μαγειρείο» του αθέατος να ζυγώνει
βήμα το βήμα την δουλειά του παρακολουθώ.
Κι ω, σάστισμα μ’ ό, τι βλέπω! Και τί να σας πρωτοπώ!
Δίχως σειρά και τάξη πώς όλα σ’ ένα τ’ ανακατώνει!
Εδώ πιάνει, εκεί αφήνει, πιο πέρα σκουπίζει κι αλλού λερώνει!

Κι απ’ όσα είδα, νοιώθω το είναι μου να παγώνει
όσο μία-μία τις «δεξιότητές» του το χέρι μου απλώνει!
Ιδού! Στο «σπάσιμο των αυγών», το πόσο απίστευτα είναι ικανός!
Στο «ψήσιμο της ομελέτας», άλλο τόσο απίθανα ειδικός!
Και μόλις την δουλειά του τελειώνει,
ύστερα βγαίνει στον κόσμο και καμαρώνει!
Περπατά κι ολούθε χαιρετούρες και χαμόγελα μοιράζει!
Μα εγώ που είδα το «μαγειρείο του» στα κρύφια τί απαυγάζει,
όταν τον βλέπω να μιλά και να κομπάζει
στα μάτια μου σαν ένας χαμαιλέοντα ομοιάζει
που τον αληθινό του εαυτό ποτέ δεν φανερώνει!

Και τώρα πείτε μου σεβασμό πώς να του αποδώσω και τιμή
όταν απ’ τις συνέπειες των κινήσεών του στην κοινωνική συνοχή
σε ό, τι κι αν κάκιστο συμβεί στων άλλων την ζωή
τον εαυτό του υπεύθυνο για τίποτα δεν θεωρεί!
Και μες απ’ το χάος που προκαλεί
κι ενώ χάνεται γύρω του το κάθε τι και πεθαίνει,
τρομάζω σαν τον βλέπω αυτός να κατορθώνει
σώος κι αβλαβής στην επιφάνεια να βγαίνει
κι όμοιος μικρός Θεός
στα μάτια των ανθρώπων να ψηλώνει!
Να γελά σαν ήλιος λαμπερός
και χοροπηδώντας απ’ τον χαλασμό να ξεμακραίνει,
σαν πλουσιόπαιδο με κοντά παντελονάκια,
σφυρίζοντας και κλωτσώντας πετραδάκια!

Α, φίλοι αγαπητοί,
στοχάζομαι μήπως είναι καιρός
να καταργηθεί το επάγγελμα «πολιτικός»
και στο εργοτάξιο το κοινωνικό να τεθεί
άλλος εργοδηγός
που θα πρωτοστατεί υπεύθυνα και συνετός!

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Α, μητέρες....

Συμμετέχοντας στην γιορτή της Μητέρας ας θυμηθούμε και τις "Μητέρες"...
Α, μητέρες….

Α, μητέρες…. μητέρες απανταχού της γης,
απόψε που η νύχτα με φοβερή βουή μουγκρίζει,
ξεδιπλώνει τα δίχτυα της και το κάθε τι
μες σε κατασκότεινες ειρκτές το φυλακίζει
κι ακούω τ’ ανέμου την λυσσασμένη οργή,
βλέπω τα δέντρα να λυγάνε στης πνοής του την ορμή
κι ατενίζοντας τη μουσκεμένη απ’ την καταιγίδα ουράνια κορυφή,
δεν ξέρω γιατί, αλλά εσάς συλλογιέμαι ολονυχτίς.

Όλες εσάς, που Υπερβατικές, σε φτώχεια και δυστυχίες φανήκατε.
Και για τα τέκνα που γεννοβολήσατε,
ως και τη πέτρα στύψατε στη διαδρομή
να μη τους λείψει τροφή.
Κι ώσπου να βγάλετε ζουμί
με φλόγα τα γαλουχήσατε ψυχής….
κόντρα στον άνεμο αντισταθήκατε,
τον ήλιο αψηφήσατε και τη βροχή,
Εσάς συλλογιέμαι που δεν τους στερήσατε
ούτε λεπτό απ’ τον χρόνο ζωής
καρδιάς φροντίδα κι αγάπη περισσή…

Α, μητέρες…. μητέρες στην απλωσιά της γης
που είτε σ’ απρόσωπες πολιτείες ζείτε
είτε σε κατσάβραχα και μικρά χωριά κατοικείτε,
απόψε δεν ξέρω γιατί, με βαθιά μελαγχολία ψυχής
μ’ απροσμέτρητη θλίψη, σε σας επικεντρώνομαι ολονυχτίς.
Όλες εσάς, που με χιονοσκέπαστα μαλλιά
και δίχως πλέον δυναμάρια,
σέρνεται τα βήματά σας ανάρια-ανάρια
κι ώσπου να ’λθει η ώρα της θανής
μόνες παραδέρνετε στης «φωλιάς» σας την ερημιά.

Βουβές κι αμίλητες, σκοντάφτοντας λαχανιασμένα,
στων χρόνων τα περασμένα, τα όμορφα κι ευλογημένα….
Κι όσο σας συλλογιέμαι, αχ, πόσο η ψυχή μου σπαρταρά
για όλα κείνα «τ’ αμίλητα» που κρύβεται στο νου σας βαθιά….
Μ’ απόψε, δεν ξέρω πώς, στα στόματά σας τα κλειστά
καταφέρνω κι εισχωρώ κι ακούω τα λόγια σας τα βουβά.

«-Πού τα κόπια μας, πού ζωής λίγη χαρά!
- Γεννήσαμε παιδιά όμορφα και γερά, μα πού ’ναι τα παιδιά…..
-Πού η αγάπη τους, φως στα στερνά μας και παρηγοριά…»
Κι ω, τ’ αμίλητά σας!... Ω, τ’ αμίλητά σας τα πολλά…
στο είναι μου διαπερνούν και με τρυπούν σπαθιά,
σε κομμάτια ξεσχίζοντας και την δική μου καρδιά…..
ω! μητέρες…. κακόμοιρες μητέρες… που βιώνετε ζωής ερημιά…..
{απ' την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου "Η Πέμπτη Εντολή"

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Η ποίηση, ζωής μου νόμος

Σ’ ώρα νύχτας, ώρα τη πιο σιγηλή
σμιλεμένη από πανάρχαιους πόνους,
σ’ ώρα που λεν πως συναντιούνται
ζωντανοί και νεκροί
κι ο Παράδεισος ανοίγει τις πύλες του να δεχθεί
εκείνους που έτοιμοι είναι για την μεγάλη φυγή,
με μια θλίψη δίχως όρια, θλίψη πνιγηρή
στο σύμπλεγμα των άστρων,
του Πεπρωμένου όσο έψαχνα τη γραφή,
γραφή που για άλλους είναι φοβερή
και για άλλους λυτρωτική
τον Κόσμο που μ’ αφηγήθηκαν
συλλογιόμουν.
Και σ’ όσα μου ειπώθηκαν
για της Ζωής τους αρχέγονους νόμους,
εκεί που αλήθειες και ψέματα
στοχαζόμουν
έσκυψα στον υπαρκτό κόσμο της μοναξιάς μου,
ένα κόσμο π’ αντιλαλούσε μόνο η δική μου φωνή.
Κι όπως έσκαβα τις ρίζες του, να ’βρω
ξάνοιγμα σ’ άλλους δρόμους,
ξάφνου μες απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς μου
κάτι ανασάλεψε απρόσμενα
που προσήλκυσε τη ματιά μου!

Σαν έμβρυο έμοιαζε
και το ’νοιωσα να πάλλεται δυνατό
Όμοια σαν το ένστικτο που διέξοδο γυρεύει να βρει,
έξω να βγει στο φως, ορμητικό να ξεσπάσει σαν κύμα
έκφραση να πάρει και μορφή!....
Συγκλονισμένη διαισθάνθηκα πως θα ’ταν κρίμα
στο σκοτεινό εντός μου να χαθεί.
Και πως αν τ’ άφηνα κλειδωμένο
εκεί σε μια γωνιά να δέρνεται,
να κλαίει και να πικραίνεται,
πως θα ’ταν από μέρους μου αμέλεια εγκληματική.
Μ’ αγάπη τ’ άγγιξα, σαν να χάιδευα νιογέννητο παιδί!

Κι ω, σαν το φίλησα,
εκείνο μορφοποιήθηκε σε ρέουσα κρήνη
που το κελάρυσμά της μου ’λεγε με σιγανή φωνή:
- Στα χέρια σου θνητή
άδραξε της ζωής το λαγήνι
και πιες ώσπου να ξεδιψάσει ο νους,
να ευφρανθεί κι η ψυχή.
Κι ύστερα ως τη κορφή ταξίδεψε της φωτιάς
Σκύψε κι απ’ το πρόσωπο τ’ ουρανού
πάρε μια ηλιαχτίδα.
Ρίξε την στον κρατήρα
του ηφαιστείου της καρδιάς
Και σαν ξεχυθεί ζωής
πυρωμένο ποτάμι η ελπίδα
ζήσε ακολουθώντας το
και πορεύσου εν ειρήνη.
Ζήσε την κάθε σου στιγμή
Απόλαυσέ την φανερά ή αφανέρωτα
Και κάθε τόπο κάνε τον πατρίδα
εξυμνώντας τον Έρωτα
και του Κόσμου τη Μεγαλοσύνη!

Κι ω, λευτερωμένη
απ’ την θλίψη μου την πνιγηρή
λες κι έγινα ο χρόνος που στη κλιτή
της σιωπής εγκαρτερεί
ανείπωτες αλήθειες ζωής
το είναι μου να γνωρίσει.
Και σαν να ’μουν ο πρώτος άνθρωπος
πάνω στη Γη
που το ποδάρι του στο χώμα της έχει πατήσει,
με φόβο αλλά και σεβασμό
ζύγωσα την Μάνα Φύση
Έγειρα, σαν βυζασταρούδι στη μητρική αγκαλιά
κι απ’ το στόμα της γεύθηκα
το μυρωδάτο της φιλί,
φιλί που ζωντανεύει το τίποτε,
φτιάχνει κόσμους, ζωή γεννά.

Και σαν είδα πάνω στο κεφάλι της να λαμποκοπά
τ’ Ουρανού η απέραντη απλωσιά,
όπου όλα μέσα της, όλα σαν ένα
βαστιούνται ανάμεσά τους σφικτά
κι αγκαλιασμένα,
με το βλέμμα στα ύψη προσηλωμένο,
με το πρόσωπο απ’ τον ήλιο φλογισμένο,
με τα χέρια ψηλά τεταμένα
και με φωνή σιγανή
στον «Αόρατο» που καθόταν στα σύννεφα επάνω
απευθυνόμουν.
Και για το «γίγνεσθαι και φαίνεσθε» του Κόσμου
την μαρτυρία Του Ενός
όσο επικαλιόμουν,
τα πάντα γύρω μου πώς άστραψαν
λουσμένα στο Φως!

Κι α, σα μέσα σ’ όνειρο πώς κατακλύστηκε η ψυχή
κι ολόκληρο το εντός μου από ροδόχρωμη Αυγή!
Λες κι απ’ τον παλιό εαυτό μου απελευθερωνόμουν
νέος άνθρωπος και σ’ άλλη Γη ξαναγεννιόμουν!
Κι όμοια νιογέννητο παιδί σαν ενατένισα την έναστρη κορυφή
λαχταρώντας ν’ ανοίξει ο ουράνιος δρόμος,
θάρρεψα πως ήμουνα της Μούσας παιδί
κι άρχισα δειλά-δειλά ποίηση να γράφω.
Κι η Ποίηση από τότε, κυριάρχησε απόλυτος νόμος,
σαν ο μόνος λόγος για να υπάρχω!
Και ξαναέπλασα τη ζωή μου απ’ την αρχή
σύμφωνα με την ανάγκη αυτή, ανάγκη ζωτική
κι Άνθρωπος πλέον μόνος
δεν νοιώθω στου ενός τη διαδρομή…..

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Καλημέρα Ζωή!

Διασχίζοντας τις ώρες και τους αιώνες
με παιδική απλότητα
περιφερόμουν σε τούτη τη Πλάση
ένα κορίτσι μη ευγενούς καταγωγής
και δίχως ταυτότητα.
Και μες την σφύζουσα κοινωνική ζωή
όπου τα γεγονότα προχωρούσαν με μεγάλη βιάση,
σαν απαίτησα να ’χω κι εγώ συμμετοχή
αντιμέτωπη ήλθα με «ταξική φραγή».

Κι ανυπότακτη σ’ αυτού του είδους την «κοινωνικότητα»
που σε διαδρομή ζωής θα μ’ εγκλώβιζε παγερή
στου «Ήλιου» στράφηκα την Αδελφότητα.
Τ’ αχνάρια του ακολουθώντας σε Δύση και σ’ Ανατολή
η όλη μου βίωση, διαδραματιζόμενη στου ενός τον δρόμο
ούτε μεγαλείο είχε ούτε τραγικότητα
Μα όσο δρασκέλιζα τον χρόνο έξω απ’ τον χρόνο
χάραζα τα σημάδια μου άλλοτε σε πέτρα κι άλλοτε σε δεντρί.

Τί κι αν κάτω απ’ τον «Ήλιο» τον Πυρπολητή,
για καιρό πολύ χωρίς σκέπης ίσκιο πυρώθηκα;
Τί κι αν είχα πρόσωπο απ’ τον ήλιο μαυρισμένο;
Τί κι αν ήταν τα χείλη απ’ τη δίψα και τη ζέστη φρυγμένα;
Με το βλέμμα σ’ απόμακρο σημείο καρφωμένο,
είχα το νου σε διαρκή για το ουράνιο τόξο αναμονή.
Τι κι αν ήταν απ’ τις πέτρες τα χέρια σκληρυμένα;
με πείσμα όργωνα των νυχτών τη σιωπή.

Ένα κορίτσι μόνο, δίχως ευγενούς καταγωγής ταυτότητα,
των εποχών την κάθε μια βιαιότητα ξεπέρασα
με των σοφών την υπομονή.
Κι όταν με το φως της Αυγής την οδύνη τους εξημέρωσα,
τότε, της φωτιάς μια σπίθα και του ανέμου ένα πουλί
συμπαντική λες κι απέκτησα οντότητα!
Και με ψυχής πληρότητα στα ύψη πετώντας ανέκραξα:
-Καλημέρα Ήλιε μου Πυρπολητή! Καλημέρα Ζωή!....

Στοχάζομαι κι ονειροπολώ

Στοχάζομαι κι ονειροπολώ


Στοχάζομαι
Ω, πόσα παιδιά
σ’ αυτή τη Γη μεγαλώνουν
και πριν ανθίσουν
ζωής ευωδιαστά κλωνάρια
το άρωμά τους στη ζωή να σκορπίσουν,
μες στην αθλιότητα μαραζώνουν!

Αφουγκράζομαι
ψίθυρους και βογγητά…
απ’ όλα εκείνα τα παιδιά,
εύθραυστα βλαστάρια,
που με τυμπανισμένη απ’ την πείνα κοιλιά
γέρνουν στο χώμα και σαπρόφυτα λιώνουν!

Εστιάζομαι
στων μεγάλων λεωφόρων τ’ αναμμένα φανάρια!
Ω, απέλπιδα πόσα παιδιά τα χέρια τους απλώνουν
στου κόσμου τη συμπόνια!
Μα σαν δέχονται μόνο την καταφρόνια,
πώς σβήνουν των ματιών τους τα λυχνάρια!

Κι όμοια χαμόκλαδα πέφτουν στη λάσπη του δρόμου
όπου τα πατάει ο τροχός κάποιου ξέφρενου αμαξιού!
Ω, μ’ αλλόφρονα νου, φρίττω και ταράζομαι!
Μα τρέχα γύρευε την εφαρμογή του νόμου
στο ανάλγητο ημών και στην ασυνειδησία τ’ οδηγού!

Κι ω, σαν αντιλαμβάνομαι,
πόσα κορμάκια παιδικά μ’ ανίερα ζωής παζάρια
σε λαγνείας σπρώχνονται κλινάρια,
συθέμελα κομματιάζομαι!
Αλλά όσο κι αν για κείνα τα παιδιά νοιάζομαι

και κραδαίνοντας τον πέλεκα της τιμωρίας
όσο κι αν προστρέχω
για το ξερίζωμα της παιδεραστίας,
μάταια τρέχω.
Ηδονιστές ξεφυτρώνουν παντού σαν μανιτάρια,
την ικμάδα ρουφώντας απ’ τα ολόδροσα βλαστάρια!

Στην πλημμύρα των κακώς εχόντων νοιώθω πως χάνομαι.
Κι απ’ τον ορμητικό τους βόρβορο για να μη παρασυρθώ
αναζητώντας στηρίγματα να κρατηθώ
στους στοχασμούς μου γαντζώνομαι και πιάνομαι.
Αλήθεια, μες το σύστημα το κοινωνικό
πού η κεντρομόλος δύναμη την ένδεια να σαρώσει
και της αθλιότητας παρασέρνοντας τα δεινά,
μ’ Αγάπης έργα πάνω στης γης το σεντόνι
ισόμερα για όλους ζωής αγαθά ν’ απλώσει;
Πού της Δικαιοσύνης η σφενδόνη
να συντρίψει τον υπερφίαλο «γίγαντα Γολιάθ»;

Κι όσο τα πράγματα
βαθύτερα στοχάζομαι,
αναριγώντας στα τόσα ζωής σπαράγματα,
εστιάζομαι
πως μόνο αν από μεγάλο σεισμό
η κοινωνική δομή
και του καθενός η ψυχή ταραχθεί,
της Αγάπης το μεγαλείο μπορεί να φανεί.
Και τότε υπερούσιο νόημα θα ’χει η ζωή μας
κι η Γη μας,
σαν Γη της Επαγγελίας θα περιστραφεί..
Ονειροπολώ,
μα το ξέρω. Για ουτοπίες μιλώ….

Τί θα γινόταν αν...

Τι θα γινόταν αν….

Σκεφθήκατε αλήθεια ποτές
τι θα γινόταν αν τα γεμάτα πουγκιά
«Μεγάλες» τα όριζαν ψυχές;
Τότε, φτωχοί
δεν θα υπήρχαν στον Κόσμο πια!
Ω, κι εγώ η πάντοτε με τσέπη αδειανή
αχ, και να ’χα φίλοι μου πλούτη πολλά!
Το τι θα ’κανα; Τα λόγια είναι περιττά.
Μα η τύχη είναι τυφλή
και πλούτο δίνει μόνον εκεί
όπου θέλει κι ορίζει αυτή…..