Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Καλημέρα Ζωή!

Διασχίζοντας τις ώρες και τους αιώνες
με παιδική απλότητα
περιφερόμουν σε τούτη τη Πλάση
ένα κορίτσι μη ευγενούς καταγωγής
και δίχως ταυτότητα.
Και μες την σφύζουσα κοινωνική ζωή
όπου τα γεγονότα προχωρούσαν με μεγάλη βιάση,
σαν απαίτησα να ’χω κι εγώ συμμετοχή
αντιμέτωπη ήλθα με «ταξική φραγή».

Κι ανυπότακτη σ’ αυτού του είδους την «κοινωνικότητα»
που σε διαδρομή ζωής θα μ’ εγκλώβιζε παγερή
στου «Ήλιου» στράφηκα την Αδελφότητα.
Τ’ αχνάρια του ακολουθώντας σε Δύση και σ’ Ανατολή
η όλη μου βίωση, διαδραματιζόμενη στου ενός τον δρόμο
ούτε μεγαλείο είχε ούτε τραγικότητα
Μα όσο δρασκέλιζα τον χρόνο έξω απ’ τον χρόνο
χάραζα τα σημάδια μου άλλοτε σε πέτρα κι άλλοτε σε δεντρί.

Τί κι αν κάτω απ’ τον «Ήλιο» τον Πυρπολητή,
για καιρό πολύ χωρίς σκέπης ίσκιο πυρώθηκα;
Τί κι αν είχα πρόσωπο απ’ τον ήλιο μαυρισμένο;
Τί κι αν ήταν τα χείλη απ’ τη δίψα και τη ζέστη φρυγμένα;
Με το βλέμμα σ’ απόμακρο σημείο καρφωμένο,
είχα το νου σε διαρκή για το ουράνιο τόξο αναμονή.
Τι κι αν ήταν απ’ τις πέτρες τα χέρια σκληρυμένα;
με πείσμα όργωνα των νυχτών τη σιωπή.

Ένα κορίτσι μόνο, δίχως ευγενούς καταγωγής ταυτότητα,
των εποχών την κάθε μια βιαιότητα ξεπέρασα
με των σοφών την υπομονή.
Κι όταν με το φως της Αυγής την οδύνη τους εξημέρωσα,
τότε, της φωτιάς μια σπίθα και του ανέμου ένα πουλί
συμπαντική λες κι απέκτησα οντότητα!
Και με ψυχής πληρότητα στα ύψη πετώντας ανέκραξα:
-Καλημέρα Ήλιε μου Πυρπολητή! Καλημέρα Ζωή!....

Στοχάζομαι κι ονειροπολώ

Στοχάζομαι κι ονειροπολώ


Στοχάζομαι
Ω, πόσα παιδιά
σ’ αυτή τη Γη μεγαλώνουν
και πριν ανθίσουν
ζωής ευωδιαστά κλωνάρια
το άρωμά τους στη ζωή να σκορπίσουν,
μες στην αθλιότητα μαραζώνουν!

Αφουγκράζομαι
ψίθυρους και βογγητά…
απ’ όλα εκείνα τα παιδιά,
εύθραυστα βλαστάρια,
που με τυμπανισμένη απ’ την πείνα κοιλιά
γέρνουν στο χώμα και σαπρόφυτα λιώνουν!

Εστιάζομαι
στων μεγάλων λεωφόρων τ’ αναμμένα φανάρια!
Ω, απέλπιδα πόσα παιδιά τα χέρια τους απλώνουν
στου κόσμου τη συμπόνια!
Μα σαν δέχονται μόνο την καταφρόνια,
πώς σβήνουν των ματιών τους τα λυχνάρια!

Κι όμοια χαμόκλαδα πέφτουν στη λάσπη του δρόμου
όπου τα πατάει ο τροχός κάποιου ξέφρενου αμαξιού!
Ω, μ’ αλλόφρονα νου, φρίττω και ταράζομαι!
Μα τρέχα γύρευε την εφαρμογή του νόμου
στο ανάλγητο ημών και στην ασυνειδησία τ’ οδηγού!

Κι ω, σαν αντιλαμβάνομαι,
πόσα κορμάκια παιδικά μ’ ανίερα ζωής παζάρια
σε λαγνείας σπρώχνονται κλινάρια,
συθέμελα κομματιάζομαι!
Αλλά όσο κι αν για κείνα τα παιδιά νοιάζομαι

και κραδαίνοντας τον πέλεκα της τιμωρίας
όσο κι αν προστρέχω
για το ξερίζωμα της παιδεραστίας,
μάταια τρέχω.
Ηδονιστές ξεφυτρώνουν παντού σαν μανιτάρια,
την ικμάδα ρουφώντας απ’ τα ολόδροσα βλαστάρια!

Στην πλημμύρα των κακώς εχόντων νοιώθω πως χάνομαι.
Κι απ’ τον ορμητικό τους βόρβορο για να μη παρασυρθώ
αναζητώντας στηρίγματα να κρατηθώ
στους στοχασμούς μου γαντζώνομαι και πιάνομαι.
Αλήθεια, μες το σύστημα το κοινωνικό
πού η κεντρομόλος δύναμη την ένδεια να σαρώσει
και της αθλιότητας παρασέρνοντας τα δεινά,
μ’ Αγάπης έργα πάνω στης γης το σεντόνι
ισόμερα για όλους ζωής αγαθά ν’ απλώσει;
Πού της Δικαιοσύνης η σφενδόνη
να συντρίψει τον υπερφίαλο «γίγαντα Γολιάθ»;

Κι όσο τα πράγματα
βαθύτερα στοχάζομαι,
αναριγώντας στα τόσα ζωής σπαράγματα,
εστιάζομαι
πως μόνο αν από μεγάλο σεισμό
η κοινωνική δομή
και του καθενός η ψυχή ταραχθεί,
της Αγάπης το μεγαλείο μπορεί να φανεί.
Και τότε υπερούσιο νόημα θα ’χει η ζωή μας
κι η Γη μας,
σαν Γη της Επαγγελίας θα περιστραφεί..
Ονειροπολώ,
μα το ξέρω. Για ουτοπίες μιλώ….

Τί θα γινόταν αν...

Τι θα γινόταν αν….

Σκεφθήκατε αλήθεια ποτές
τι θα γινόταν αν τα γεμάτα πουγκιά
«Μεγάλες» τα όριζαν ψυχές;
Τότε, φτωχοί
δεν θα υπήρχαν στον Κόσμο πια!
Ω, κι εγώ η πάντοτε με τσέπη αδειανή
αχ, και να ’χα φίλοι μου πλούτη πολλά!
Το τι θα ’κανα; Τα λόγια είναι περιττά.
Μα η τύχη είναι τυφλή
και πλούτο δίνει μόνον εκεί
όπου θέλει κι ορίζει αυτή…..