Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Ω, δοξάστε με, της Οικουμένης τα πέρατα!

Ω, δοξάστε με, της Οικουμένης τα πέρατα…

Από τότε που πλάστηκε ο Κόσμος εκ του μηδενός
κι άρχισε του χρόνου ακάματος να γυρνά ο τροχός
είμαι τ’ ανθρώπινου πνεύματος η σφοδρή επιθυμία
το υπερβατικό αίνιγμα να λύσω της αρχής του Παντός.

Κι απ’ τη γέννησή μου ψάχνω μ’ αγωνία
μες την ομίχλη των αιώνων που κρύβουν την σοφία
δίαυλο προσπαθώντας να βρω
της κοσμικής δημιουργίας ν’ ανακαλύψω την αιτία.

Κι άλλοτε μ’ αγροίκο ένστικτο στο χώμα προχωρώ
κι ερευνώ απ’ άκρη σ’ άκρη τη Γη
κι άλλοτε σ’ ήλιους κι αστέρια πετώ μ’ ένθεη ορμή,
να εισχωρήσω στου Αρχιτέκτονα την ιδιοφυϊα.

Είμαι του ανθρώπινου πνεύματος η ανησυχία,
που τα θαυμαστά βιώνοντας του Κόσμου μεγαλεία
εκφράζω της κατανόησής μου την αδυναμία
και το χώμα ζυμώνοντας με την αιωνιότητα,
μιμούμενο εαυτόν, με τη λάσπη πλάθω θεότητα.

Είμαι όμως και του Ιούδα η προδοσία,
του Πέτρου η άρνηση κι η φοβία,
του Θωμά η δυσπιστία
που τη μια ενστερνίζομαι κι ακολουθώ αλήθειες φωτός,
την άλλη αποδεικνύομαι προδότης και δειλός.
Και σαν αμφιβάλω για της Ανάστασης την ευλογία
ζητώ επιβεβαίωση, με ψηλάφηση χειρός.

Είμαι του ανθρώπινου πνεύματος η διάχυτη ανοησία,
που αντί του «ιλαρού φωτός» την ακτινοβολία,
χίμαιρες επέλεξα, κραιπάλη νυκτός κι ασυδοσία.
Και στης Αγάπης την φλογοβόλο Διδασκαλία
μίσος προέταξα και πολεμική κτηνωδία…..

Είμαι του ανθρώπινου πνεύματος η αλαζονεία,
που έναντι στο «μάνα» ζωής,
ασυστόλως προέταξα την αχαριστία.
Κι αγνώμων, με «νου σκοτία», πήρα στα χέρια το σφυρί
κι έχωσα τ’ απαίσια καρφιά με μανία,
στο άχραντο του «Εκλεκτού» κορμί….

Ω! δοξάστε με, της Οικουμένης όντα
ως του Απείρου τα πέρατα!
Είμαι του ανθρώπινου πνεύματος
η απύθμενη μωρία,
που μ’ ένδυμα την αναλγησία
και κόσμημά μου την ματαιοδοξία
στης ιστορικής οδοιπορίας μου το πέρασμα
δεν υπολόγισα,
ούτε καν συλλογίσθηκα ποινή και τιμωρία,
κι αλόγιστα
πίσω μου άφησα «σημεία και τέρατα»!....

{ Απ’ την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου «Προσήλυτα κι Αμίλητα»}

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Αν ζούσε ο πατέρας μου ακόμη

Απόψε τον έναστρο ενατενίζοντας ουρανό
καθώς έβλεπα στο αχανές να λαμπυρίζουν οι αστερισμοί
και της ζωής στοχαζόμουν «το χθες, το νυν και αεί»
ξάφνου, δίχως να καταλάβω το πώς,
μια παλίρροια βιωμάτων απ’ του είναι μου το βυθό
ανέβαινε κι ανέβλυζε ορμητική.
Κι όπως απλώνονταν στα μάτια μου εμπρός,
κύματα συναισθημάτων κατέκλυσαν το μυαλό
κι ένοιωθα σάμπως και σε παραίσθηση βρισκόμουν.

Κι όσο με τρέμολο ψυχής αναρωτιόμουν,
ξύπνια είμαι για ονειρευόμουν
μετέωρη στην αθανασία και την φθορά,
άκουγα τύμπανα, σάλπιγγες, κανόνια
να βροντούν στα μάχιμα τ’ ουρανού αλώνια!
Ξεχώριζα, καβαλάρηδες να καλπάζουν μακριά
Μια στρατιωτική πομπή να βαδίζει ρυθμικά
εναρμονίζοντας τον βηματισμό με τραγούδια πατριωτικά
και θάρρεψα πως κι ο πατέρας μου περνούσε μ’ αυτή
κρατώντας στα στιβαρά του χέρια την σημαία την Ελληνική!
Κι έτρεξα με του ανέμου τα φτερά
να τον ανταμώσω μιαν ακόμη φορά
στην αγκαλιά του να ριχτώ, σαν τότε που ’μουν παιδί….

Μα πριν προλάβω, χάθηκε στα σύννεφα η πομπή
και μόνο απόηχο άκουσα απ’ την τραγουδιστή του φωνή:
-«θυγατέρα, πάντα έχει γυρίσματα ο καιρός
Κι όπου ζωής σκοτάδι, μη φοβηθείς.
Ο «ήρωας» στα σκοτεινά προχωρά σιωπηλός
ώσπου και πάλι να δει το φως της αυγής»… .
Αχ, στ’ άκουσμα των λόγων του πώς
ξεπήδησε σπαρταριστός καρδιάς λυγμός!
Ανασήκωσα τα δυο μου χέρια ψηλά,
Κοίταξα κατάματα, της νύχτας τη σκιά,
το λαμπυρίζον χάος τ’ ουρανού,
και φώναξε δυνατά η ψυχή μου ευθύς
της αιωνιότητας να ταράξει τη σιωπή.

Ω, γιατί να πεθάνει τόσο νωρίς
ο πατέρας μου, ο μαχητής ο αγνός,
πριν η δικαιοσύνη ανοίξει το στόμα
και μιλήσει, όπως ο Θεός!

Ω! Αν στην αγκαλιά της γης
δεν είχε προλάβει να γίνει σκόνη
και ζούσε ο πατέρας μου ακόμη,
ω, με ταχύτητα θα ’τρεχα κοντά του αστραπής
και στο λαιμό του θα ριχνόμουν σαν παιδί μικρό,
φωνάζοντας:- πατέρα μου,
πατέρα μου αγαπημένε,
Μια ζωή προδομένε,
μια ζωή αδικημένε,
μια ζωή πικραμένε,
τον ίδιο πόνο έχουμε στη καρδιά κι οι δυο!

Και το χιονάτο κεφάλι του παράφορα θα φιλούσα.
Με δάκρυα θα το μούσκευα καυτά.
Στις αυλακιές του προσώπου του θα μετρούσα
της αγαθότητας κι ανδρείας του τη μεγαλοσύνη.
Στα ρούχα του θα προσκυνούσα
την ακτινοβόλο του καλοσύνη
Και στα πόδια του θα φιλούσα,
της διαδρομής του την όλη πίκρα και οδύνη.
Και τηρώντας πιστά την Πέμπτη Εντολή,
θ’ άρχιζε η στοργή μου
μια-μια τις πληγές του να κλείνει
κι όλη την δόξα που του ’πρεπε και τιμή,
όση του στέρησε και δεν του ’δωσε η Ζωή,
αν ζούσε ο πατέρας μου ακόμα, η ψυχή μου
θα φρόντιζε να του αποδίνει!

{Απ' την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου "Η Πέμπτη Εντολή"}

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Επί τω έργω

Μπορεί, με φέγγος απ’ ένα χλωμό φεγγάρι,
να ’χω τα μάτια καιρό τώρα καρφωμένα
στην έναστρη ουράνια κορυφή
ποθώντας μες την άπειρη αστροφεγγιά
τ’ αστέρι μου να ξεχωρίσουν το ένα
προς εκείνο ένα σημείο η ψυχή μου να σταμπάρει
ώστε η ώρα σαν έλθει για την μεγάλη φυγή
απ’ το γήινο να λευτερωθεί αμπάρι,
να ξέρει προς τα πού να κατευθυνθεί.
Αλλά, όσο υπάρχω και κινούμαι σ’ αυτή την γη,
σαν εργάτρια ταπεινή στης Ποίησης το αλώνι
του ότι μπορώ να δουλεύω εκεί, αυτό και μόνο μου αρκεί.
Και μ’ αψήφιστους ρυθμούς βραδιάζει ξημερώνει
μες απ’ τα καλά του Κόσμου και του Σύμπαντος τα ωραία,
απ’ ό, τι το χέρι μου σταχυολογεί,
στη ποδιά της καρδιάς μου σαν τ’ απλώνει
γιορτή και σχόλη δεν φείδεται ο νους
και μ’ ωθεί μ’ ερωτικούς ενθουσιασμούς,
να γράφω είτε για ασήμαντα είτε για σπουδαία.

Και μες απ’ τις απλές, ζωής καθημερινές χαρές
για όσο που φτάνει ο νους, γράφω και για την «Ιδέα»,
με λογιών-λογιών από χρωματισμούς
στη πέννα μου σταλαγματιές..
Κι αν κάποια στιγμή απ’ τη πέννα μου θλίψη στάζει
δεν είναι απ’ την ακατάπαυστη των ωρών δουλειά.
Ίσως είναι η λύπη που ο χρόνος κυλάει πολύ γοργά
κι η ώρα του μισεμού για το ταξίδι χωρίς γυρισμό πλησιάζει.
Μπορεί να ’ναι και το παράπονο ίσως του ποιητή
πως όλα εκείνα που πηγάζουν μες απ’ την καρδιά
κι όπως ξεχύνονται με χείμαρρου ορμή
δεν θα προλάβει το χέρι του ν’ αφήσει στο χαρτί.

Ω, το πρόσκαιρο στη γήινη ζήση!
Μ’ ακολουθώντας τ’ οδόσημο που δείχνει
«απ’ Ανατολή προς Δύση»
όσο διασχίζω του «Αύριο» την Μεγάλη Οδό,
βιώνοντας την καθημερινότητα μου
στρέφομαι πρωί και βράδυ προς τον Ουρανό
και του μιλώ με φωνή που βγαίνει απ’ την καρδιά μου
τί βλέπω, τί φοβάμαι, τί αγαπώ!
Τί συλλέγω, τί αφήνω, τί χάνω στον Κόσμο αυτόν που ζω!

Κι απ’ εκείνα που μαθαίνω και μ’ αγκυλώνουν,
θλίψεις και πόνους καταγράφω, ζωής καταιγίδες.
Απ’ ό, τι πιότερο αγγίζουν την ψυχή μου και την ματώνουν,
ξεδιπλώνω επιθυμίες μου, προτάσσω ελπίδες
κι όνειρα και προσδοκίες μου ιστορώ.
Και πτερόεσσες γραφίδες,
στον βωμό των Μουσών ακουμπώ
αδίκως για τα όσα πληγώνονται
και σταυρώνονται,
χάδι από ζωογόνες αχτίδες
του Απολλώνιου Ήλιου να γευθούν.
Κι εγώ αναμένω, σαν τύχει και «κοιμηθούν»
τα μάτια μου όλα να τα δουν,
σαν τον Λάζαρο ν’ αναστηθούν….

{Απ' την ανέκδοτη ποιητική μου συλλογή "Προσωπογραφίες"}

Blogger Buzz: Σημαντική σημείωση σχετικά με τους λογαριασμούς κληρονομιά

Blogger Buzz: Σημαντική σημείωση σχετικά με τους λογαριασμούς κληρονομιά

Προσωπογραφία "Πολιτικού"

Η κοινωνική μηχανή για να δουλεύει απρόσκοπτα και καλά
έχει ανάγκη απ’ όλων τα επιδέξια χέρια τα πολλά.
Και μες το κοινωνικό εργοτάξιο το επάγγελμα καθενός
απ’ τον απλό εργάτη ως τον επιστήμονα και τον σοφό
αξία έχει επαινετή και χαίρει σεβασμό κι απ’ τον κόσμο τιμή
όταν η δουλειά ενός εκάστου γίνεται με συνείδηση καθαρή
και στοχεύει στο ατομικό και συνολικό καλό.

Μα φίλοι μου, έντονα με κατατρύχει ένας συλλογισμός
επικεντρωμένος σ’ εκείνον που επαγγέλλεται «Πολιτικός»!
Κι είναι αλήθεια πως αναρωτιέμαι κι απορώ,
αν αξίζει μες το εργοτάξιο το κοινωνικό,
τόση τιμή ν’ απολαμβάνει και να χαίρει τόσο σεβασμό.
Και για να μην νομίσετε πως τον αδικώ,
με το νου μου στο «μαγειρείο» του αθέατος να ζυγώνει
βήμα το βήμα την δουλειά του παρακολουθώ.
Κι ω, σάστισμα μ’ ό, τι βλέπω! Και τί να σας πρωτοπώ!
Δίχως σειρά και τάξη πώς όλα σ’ ένα τ’ ανακατώνει!
Εδώ πιάνει, εκεί αφήνει, πιο πέρα σκουπίζει κι αλλού λερώνει!

Κι απ’ όσα είδα, νοιώθω το είναι μου να παγώνει
όσο μία-μία τις «δεξιότητές» του το χέρι μου απλώνει!
Ιδού! Στο «σπάσιμο των αυγών», το πόσο απίστευτα είναι ικανός!
Στο «ψήσιμο της ομελέτας», άλλο τόσο απίθανα ειδικός!
Και μόλις την δουλειά του τελειώνει,
ύστερα βγαίνει στον κόσμο και καμαρώνει!
Περπατά κι ολούθε χαιρετούρες και χαμόγελα μοιράζει!
Μα εγώ που είδα το «μαγειρείο του» στα κρύφια τί απαυγάζει,
όταν τον βλέπω να μιλά και να κομπάζει
στα μάτια μου σαν ένας χαμαιλέοντα ομοιάζει
που τον αληθινό του εαυτό ποτέ δεν φανερώνει!

Και τώρα πείτε μου σεβασμό πώς να του αποδώσω και τιμή
όταν απ’ τις συνέπειες των κινήσεών του στην κοινωνική συνοχή
σε ό, τι κι αν κάκιστο συμβεί στων άλλων την ζωή
τον εαυτό του υπεύθυνο για τίποτα δεν θεωρεί!
Και μες απ’ το χάος που προκαλεί
κι ενώ χάνεται γύρω του το κάθε τι και πεθαίνει,
τρομάζω σαν τον βλέπω αυτός να κατορθώνει
σώος κι αβλαβής στην επιφάνεια να βγαίνει
κι όμοιος μικρός Θεός
στα μάτια των ανθρώπων να ψηλώνει!
Να γελά σαν ήλιος λαμπερός
και χοροπηδώντας απ’ τον χαλασμό να ξεμακραίνει,
σαν πλουσιόπαιδο με κοντά παντελονάκια,
σφυρίζοντας και κλωτσώντας πετραδάκια!

Α, φίλοι αγαπητοί,
στοχάζομαι μήπως είναι καιρός
να καταργηθεί το επάγγελμα «πολιτικός»
και στο εργοτάξιο το κοινωνικό να τεθεί
άλλος εργοδηγός
που θα πρωτοστατεί υπεύθυνα και συνετός!