Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η ΤΑΥΤΌΤΗΤΑ



           Η ταυτότητα


Άνθρωποι, εσείς την ύπαρξή μου την αγνοείτε.
Μα εγώ σας γνωρίζω, όπου γης κι αν ζείτε
Κι επειδή το μάτι σας δεν φθάνει ως εμένα,
ξανοίγω της ύπαρξής μου την πολλαπλότητα
και μ’ όσα στην κοινωνική μου ταυτότητα
είναι καταγεγραμμένα,
ποια είμαι, σας καλώ να δείτε.

Απ’ τη σκιά της νύχτας και το εξαίσιο της αυγής
είμαι διπλή ακτίνα γεννημένη. 
Μισό κτήνος και μισό ιδέα, είμαι σ’ ένα ον ζυμωμένη.
Μιας ολότητας ένα πλάσμα, όπου απ’ αρχής
λάσπη και πνεύμα, χρυσάφι πάνω μου συντυχαίνει. 
Είμαι η άπειρη μετριότητα
γαντζωμένη στου Άτλαντα τους ώμους.
Μα συνάμα κι η άδολη Αττική φαιδρότητα
με τους πράους της νόμους.

Είμαι αυτή που με το ’να πόδι στη σκάλα της ζωής
με τ’ άλλο στο κατώφλι της θανής,
σε βακτηρία στηρίζεται ιερή
από Αγάπης φλόγα και Ειρήνης κατεργασμένη,
απ’ το χέρι της Δικαιοσύνης σμιλευμένη
και στο ακόνι της Ελευθερίας σφυρηλατημένη
και το σκαρφάλωμα οραματίζεται ως την άκρη της κορυφής,  
όπου πάνω της ίσως δυνηθεί 
τον Μεγάλο Ήλιο να ενατενίσει Πυρπολητή.

Οίδα, πως στον Παγκόσμιο χάρτη
και μες το άπειρο των όντων κοσμικό κοπάδι, 
το συναγελαζόμενο γύρω απ’ Αυτόν που αιώνια υπάρχει,
και ζει και διαρκεί και μ’ Αγάπη στο Σύμπαν άρχει,
απλό ένα μικρούλικο είμαι σημάδι.
Αλλά είμαι αυτή που γεμίζει το φλασκί της με «νάμα» ζωής
το ρέον απ’ το αστείρευτο Ουράνιο στόμα,
για να σπινθηροβολούν τα μάτια της ψυχής,
ως την ώρα που θ’ ανταμωθεί με τον χάροντα στον Άδη.

Ως τότε, είμαι αυτή
που τη καταχνιά διασχίζει της γης
και στο διάβα της με του νου το υνί
οργώνει σπιθαμή-σπιθαμή το χώμα.
Σπάει βράχους με των χεριών τη δυναμική.
ξεριζώνει αγκάθια, καρδιάς σπέρνει ιδεατά, 
μ’ ελπίδα και πίστη πως θ’ αξιωθεί στη συγκομιδή
ονειρικών σπόρων να συλλέξει τ’ ανθηρά.   

Είμαι αυτή, π’ ακόμα κι όταν πέφτει στη διαδρομή
χτυπά και κλαίει σαν ορφανεμένο παιδί
και μονάχο σε λάσπη ματωμένο ενώ κυλιέται,
μια σταλαγματιά μόλις πιεί απ’ το «νάμα» ζωής
ευθύς γιατρεύεται.
Το σύρσιμο της πτώσης απαρνιέται,
γελά κι ευφραίνεται  
και με τη δυναμική της ανόρθωσης ξαναγεννιέται.
Μη κι ακόμη αδέλφια μου της γης
δεν αναγνωρίσατε, ποια εγώ ειμί;
Όμοια με τον καθένα στο νου και στη μορφή,
στον ψυχισμό και στην όψη ολόιδια, όπως εσείς,
είμαι η Ανθρωπότητα! Τ’ ανώνυμο πλήθος εμείς!
Οι «Αφανείς πρωταγωνιστές, οι Μεγάλοι μικροί της γης»....


Στον στίβο της ζωής


           Στον στίβο της ζωής



«Δόσιμο»… «Χάσιμο»… «Πάρσιμο» …
«Κατάχτηση»… «Εγκατάλειψη»… «Κατοχή»….
καθορισμένοι όροι νόμων και κανόνες για να μπεις
στο αέναο παιχνίδι μες στον στίβο της ζωής.
Όροι και κανόνες συμμετοχής απαιτητικοί
που συχνά μες στ’ αλισβερίσι της κοινωνικής συνοχής
τους χτύπους της καρδιάς απορυθμίζουν.
Μα τί κι αν τούτοι οι όροι το πέταγμα στα ύψη περιορίζουν,
τί κι αν οι κανόνες στάσεις κι όρια διαδρομής ορίζουν
και την ικανότητα κλέβοντας στη χρήση της λογικής
ένας-ένας αποστραγγίζουν
την δυναμική της ψυχής;
Ω, ανώνυμο πλήθος του εμείς
νομοτέλεια του Κόσμου είναι το «παιχνίδι» ν’ ακολουθείς
αλλά να πράττεις και τα δέοντα, τις «παγίδες» του να υπερβείς.

Όμως, έχε κατά νου τον επίλογο στην νομοτελειακή αρχή
πως ενώ το «είναι», σου το δίνει της γέννησης η στιγμή,
η εξέλιξη της διαδρομής σου μες στον Κόσμο είναι δική σου επιλογή.
Μια διαδρομή όπου το «έχει» ούτε η απάτη σου το δίνει ούτε η κλοπή
ούτε η καταπάτηση στου άλλου την ιδιοκτησία
αλλά η δική σου διαρκής κι άοκνη φιλοπονία.
Μόνο που απ’ ό, τι αποκτάς τίποτα να μην θεωρείς
οριστικά σαν κεκτημένο
μια κι είναι όλα τα γήινα προσωρινά.
Κι απ’ ό, τι χάνεις προσφιλές κι αγαπημένο,
μην αφήνεις την θλίψη να θρονιάζει μες την καρδιά.
Όσο στα ψηλά κοιτάζεις και μπροστά,
τίποτε οριστικά δεν πάει χαμένο.

Κι όσο κι αν ο ήλιος σε καίει, σε πυρπολεί
κι ο άνεμος όσο κι αν αλυχτά κι η βροχή
αλύπητα σε δέρνει,
εσύ προχώρα και μη λιγοψυχάς.
Η «Άνοιξη» πάλι στην «Άνοιξη» ξαναγυρνά
όχι όμως σαν επανάληψη, αλλά κάθε φορά
νέα έμπνευση στο νου όλων φέρνει
το πώς θα καλλιεργηθούν ζωής ανθηρά.

Με γνώση πως οι «ήρωες» αυθόρμητα ενεργούν, σιωπηλά,
όσο κι αν μας αντιπαλεύει η Ειμαρμένη
ω, κανένας από μας ας μη το ξεχνά.
Το να ’μαστε «ανθρώπινοι» σημαίνει
όπως ο Άτλαντας πάνω στις ράχες,
να κουβαλάμε πάνω μας ολάκερη την οικουμένη
μ’ όλες τις άσχημες αναμνήσεις του παρελθόντος.
Ακόμα κι αν πατάμε σ’ αποκαϊδια και στάχτες
το «γλυκοχάραμα» να κοιτάμε του παρόντος.
Κι όσον αφορά το αβέβαιο του μέλλοντος που μας προσμένει
όλοι το ξέρουμε πως ακοίμητος πόλεμος είναι η ζωή
και στον πολεμικό της στίβο μόνο μ’ αγώνες και μάχες,
κερδίζεται το έπαθλο του νικητή.

Όμως για την επικράτηση στον παρόντα αιώνα
του «ευ γίγνεσθαι» της ζωής
απ’ άκρη σ’ άκρη στην απλωσιά της γης,
ποιος συμμετέχει στον αγώνα;
Για τον άλλον ποιος δίνει και το ελάχιστο που έχει;
Την οξυδέρκεια και μαστοριά ποιος κατέχει
του σπορέα «οδηγητή»
και στον δρόμο ιδέες για τα «ψηλώματα» να σπέρνει;
Ποιος τους ώριμους «καρπούς» παίρνει; 
Και ποιος μ’ αιμοράγημα καρδιάς,  
με την αίσθηση του χαμένου εγκαταλείπει ποιον και τί
και την ύπαρξή του έκθετη αφήνει εν είδη προσφοράς
με ταμπέλες ευτελούς τιμής
στους πάγκους της Παγκόσμιας αγοράς;

Ω, μες του σήμερα την παραφροσύνη που επικρατεί
όπου μ’ αξιοθρήνητους φανφαρονισμούς αντηχεί
το τραγούδι της αλητείας μας,
τον απόηχο της κραυγής αφουγκράζομαι
απ’ το ατελεύτητο της δοκιμασίας μας
και στοχάζομαι:
-Μες τον απέραντο στίβο της σύγχρονης ζωής
όπως διαμορφώθηκε των ημερών μας το ήθος,
πού βρίσκομαι τώρα εγώ; Πού βρίσκεται ο άλλος, εσύ;
Πού τελικά βρισκόμαστε όλοι «εμείς»
τ’ αναρίθμητο πλήθος,
οι «Μεγάλοι μικροί της γης»
που μπροστάρηδες προτάσσαμε το στήθος
ενάντια πολύμορφων «χαμοθεών και δαιμόνων»
και τραγουδώντας οδεύαμε προς τα ύψη κολοφώνων;

Μη κι ένας-ένας πέσαμε τώρα σε στρόβιλο κυκλώνων;
Κι εγκλωβισμένοι σε παγίδες του υλιστικού παρόντος 
χωρίς εξόδους διαφυγής και μ’ υπόσταση του μη όντος,
απογίναμε πλέον όλοι ο «κανείς»
και σαν τυφλοπόντικες, χωρίς ελπίδες,  
έρπουμε στα έγκατα της γης;
Ή αψηφούμε ακόμη λαίλαπες και καταιγίδες  
και συνεχίζουμε «σκυταλοδρόμοι χρυσών αιώνων»,
πρωταγωνιστές αφανείς,
να προστρέχουμε για την συνέχεια των αγώνων
σε μιαν επανάληψη θαυμαστής διαδρομής,
όπου στο τέρμα η «Ιερουσαλήμ» θα προβάλει
και θ’ αποκαλυφθεί «πρόσχαρη χώρα» μ’ ουράνια κάλλη; 

Απ' την ποιητική συλλογή μου "Εγώ...Εσύ...ο Αλλος...Το πλήθος Εμείς"

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Πώς να 'ρθω να σε πάρω;



Πώς να ’ρθω να σε πάρω;
          

Αχ, αετέ πώς πέταξες με βιάση και λαχτάρα
τη λύτρωση να βρεις σ’ άλλους ουρανούς;
Κι ούτε μεσ’ στ’ όνειρο και στις σκιές,
και στα παιχνίδια που αδιάκοπα σκαρώνει ο νους
δεν έρχεσαι για μια στιγμή, να μ’ αγκαλιάσεις!
Μ’ ένα σου χάδι τρυφερό να πάρει ανάσα η ψυχή,
να μη με χτυπά το ξεροβόρι κι η βροχή!

Σε πίστεψα που μου ‘ταξες, θα φύγουμε μαζί.
σαν έλθει εκείνη η ώρα κι η στιγμή!
Μα συ μαγεύτηκες στης λήθης το τραγούδι
και μ’ άφησες εδώ στη γη να κλαίω μοναχή…
Δάκρυ το δάκρυ, γεμίζει καρφιά η ψυχή
κι ο αιώνιος χωρισμός μας με ματώνει…
Μα πώς να ξεγελάσω εγώ τον χάρο
και να ‘ρθω στα κρυφά, κοντά μου
και πίσω να σε πάρω;    

                          Αιγάλεω, 2001


Απ' την ποιητική συλλογή μου "Σκόρπια φύλλα"

Κοίταξα πίσω μου



    Κοίταξα πίσω μου



Κοίταξα πίσω μου κάποια στιγμή
να διακρίνω τ’ αχνάρια που άφησα στην πορεία.
Ατενίζοντας τη δική μου Ιστορία,
ένοιωσα πως έλλειπε ακόμα κάτι,
ένα μεγάλο κομμάτι!...

Κοίταξα γύρω μου, μήπως το βρω.
Είδα την απομόνωση της ψυχής μου, τη μοναξιά, το κενό.
Σκέφθηκα πως πρέπει κάτι να κάνω για αυτό, 
όσο αντικρίζω ακόμη τον ήλιο
και τα μάτια μου μένουν στη ζωή ανοικτά.

Κοίταξα μέσα μου βαθιά, πολύ βαθιά,
στους κρυψώνες του νου και στην καρδιά.
Είδα μια σπίθα να σιγοκαίει, να τρεμοσβήνει.
Κατάλαβα πως ο χρόνος που κύλησε,
όσο κι αν το προσπάθησε, όσο και αν το πάλεψε
δεν κατάφερε να σβήσει καλά τη φωτιά.

Κοίταξα μπροστά μου. Είδα την ανηφοριά,
Κι ένα δρόμο μακρύ κι ανοικτό.
Και κάπου σε μια στροφή, σε μια γωνιά,
το όνειρο της νιότης μου να χαμογελά
με το δικό σου χαμόγελο, να μου δίνει φτερά!

Και τότε ξεκίνησα, το κομμάτι που λείπει
με ελπίδα  να πλησιάσω, να το αγγίξω!
Το ξεχασμένο μου όνειρο με πίστη να πιάσω..
Το νοιώθω μέσα μου, πως έστω κι αργά,
τώρα θα τ’ οδηγήσω με εμπιστοσύνη κι ελπίδα
κι εκεί που ονειρεύτηκα, κάποτε να το φθάσω.


 Απ' την ποιητική συλλογή μου "Σκόρπια φύλλα"