Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Να φωνάξω θέλω



            Να φωνάξω θέλω


Άγριοι άνεμοι απ’ το μέλλον καταφθάνουν ορμητικοί
κι ενώ φέρνουν κακά μαντάτα σ’ όλη τη γη,
το «ανόητο» και το «παράλογο» εξακολουθεί να κυβερνά
στη παγκόσμια ζωή.
Και των ανθρώπων η άγνοια η πολλή,
που την απλή λογική πολεμά
σπρώχνει το παρόν, βήμα το βήμα,
σε λάθη όλο και πιο πολλά.

Τη γλυκιά γλώσσα τη μητρική που ήξερα τη παλιά
όταν τη μεγαλοπρέπεια στο νόημα της ζωής υμνούσα
και του κόσμου την ομορφιά εξυμνούσα,
ίσως κάπου να τραύλιζα κι ίσως μιλούσα ψευδά
κι ό, τι έλεγα δεν γίνονταν στο κόσμο κατανοητά,
δεν θα την ξαναμιλήσω.
Ούτε κηρύγματα ή αυστηρές εντολές
θα χρησιμοποιήσω.
Κείνη η γλώσσα πέθανε μαζί με το χθες.

Στα «Ολύμπια» βουνά που ζω, από καιρό,
τα σιωπηλά των Θεών βουνά, 
άλλη γλώσσα έμαθα να μιλώ,
με του χρόνου τη σοφή συντροφιά.
Κι όσο στοχάζομαι πόσο επικίνδυνη κληρονομιά
στις επόμενες θ’ αφήσουμε γενιές,
στα δικά μας παιδιά, 
φουσκοθαλασσιά μουγκρίζει ο τρόμος,
στο νου μου ξεσπά.

Και να φωνάξω θέλω,
τρέχοντας ν’ ανέβω στις κορφές,
με λόγια καινούργια, νέες λέξεις τώρα πια,
κι από κει να φωνάξω τόσο δυνατά,
όσο δεν φώναξα ποτές.
Α και να ’ταν η φωνή μου,
όμοια με κεραυνών βροντές!
Να βουίξει ως κάτω, σ’ όλες της γης τις απλωσιές.

Ο καθαρός της λόγος ν’ ακουστεί
σαν καταρράκτη βουητό
που πέφτει από βράχο ψηλό.
Σαρώνοντας ανήλιαγες δασών γωνιές,
Ποταμός, σε πεδιάδες και πλαγιές, κοιλάδες θαλερές
μ’ ορμή να κατρακυλήσει.
Απάτητους δρόμους και διαβατούς
να πλημμυρίσει.
Και σαν απ’ τα φυτρωμένα «ζιζάνια»
τίποτα δεν αφήσει 
που πνίγουν των χωραφιών τις καλές σπορές.
κατεύθυνση να πάρει προς των ανθρώπων τις καρδιές.      
Να τους ταρακουνήσει!

Νέες ιδέες το μυαλό τους να γεννήσει.
Μ’ έργα μεγαλοσύνης
το μέλλον της η ανθρωπότητα να κτίσει.
Αγάπης και Καλοσύνης 
στήνοντας καταμεσής ολόχρυσο θρονί,
του παρόντος η ανυπόφορη και ζοφερή ζωή, 
μια πανήγυρη του σύμπαντος να μετατραπεί,
χαράς του κόσμου μια μεγάλη γιορτή,
όπου πνεύματος φως και ψυχής αρετή θα πρωτοστατεί. 

 Απ' την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου "Στης γης τα βήματα ψυχής σκιρτήματα"

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Μη και ψέμματα είναι;




             Μη και ψέματα είναι;


Τι κι αν μεγαλώνουν οι άνθρωποι της γης
κι ο χρόνος άπληστα ρουφά κάθε ικμάδα ζωής;
Τί κι αν οδεύουν σταθερά προς το κατώφλι της θανής
και στην πορεία ένα-ένα πέφτουν τα φτερά;

Ηδονόφιλος ο νους νυχτοπερπατητής,
με μάτια μεθυσμένα πάνω σ’ άστρινο χαλί γλιστρά.
Κι η καρδιά, ω! των ανθρώπων η καρδιά
το ρυθμικό της χοροπήδημα δεν σταματά
όσο δονείται απ’ του κόσμου την ομορφιά.

Ούτε κι η ψυχή, αιχμάλωτη στο κορμί
εγκαταλείπει τις ανάγκες της στο νόμο της λογικής.
Για τ’ ανοικτά ψηλώματα πάντα διψά,
πέρα κι απ’ τα σύννεφα τα επτά
κι όλο και κάτι την τραβάει πιο πάνω, πιο ψηλά.

Α! Ποτέ δεν ησυχάζουν οι άνθρωποι της γης.
Ούτε και σα γερνάνε
και καταλαγιάζουν του κορμιού οι ορμές
και στο νου σωπαίνουν μία-μία οι φωνές!
Όμως μη και ψέματα είναι, όπως τα χρόνια περνάνε,
πως δεν παύουν σύντροφο δίπλα τους ν’ αναζητάνε;

Ένα αντιστήλι να ’χουνε, στο περπάτημα ν’ ακουμπάνε;
Ν’ ανοίγουν μαζί το πιθάρι της μνήμης και μ’ ίδια χροιά φωνής 
για «ασημένια» ονείρατα να μιλάνε.
Και μες απ’ ένα χάδι ανάσας ζεστής,
μες απ’ ένα σμίξιμο αγκαλιάς τρυφερής,
χρυσόσκονη παραμυθιών ζωής,
γύρω τους ν’ απλώνουν και να σκορπάνε….

Απ' την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου "Στον δρόμο του ενός"

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Τα γηρατειά


                       Τα γηρατειά

Οι γέροντες, ζωής απόμαχοι πια
δεν ζητάνε φίλοι μου πράγματα πολλά.
Τίποτε από κείνα που να μας κοστίζει ακριβά
Ψωμί ζητούν, ένα κρεβάτι, του ήλιου την ζεστασιά.
Ένα χάδι, ένα φιλί, ένα σμάρι γύρω τους από παιδιά.

Να παίζουν μαζί τους, να τα κάνουν να γελούν.
Ψίθυρους περασμένης ζωής
να τους τραγουδούν.
Για τη γεύση της γης
με των λουλουδιών την ευωδιά να τους μιλούν,
τον αέναο κύκλο των εποχών να τους ιστορούν.

Μα ω, του σύγχρονου κοινωνικού μας ύφους!
Πόση απέχθεια τρέφει για τα γηρατειά!
Τόση που φθάνει ως τα όρια του μίσους!
Κι ενώ οι γέροντες πράγματα δεν ζητούν πολλά
ω, το ανάλγητο του κυνικού μας ήθους!

 Μας ενοχλούν και δεν τους θέλουμε πια
και στην εξορία τους καταδικάζουμε αυταρχικά!
Δίχως αίσθηση καταισχύνης
όσο γίνεται από κοντά μας τα διώχνουμε πιο μακριά.

Κι ω, το απύθμενο της αγνωμοσύνης!
Ενώ έχουν τόση ανάγκη από αγάπη και συντροφιά,
χωρίς έλεος, δίχως ίχνος καλοσύνης
τα εγκαταλείπουμε στην μοναξιά!

Κοιτώ την σύγχρονη ζωή με τη ματιά του ποιητή
κι όσο βλέπω πως οι γέροντες είναι απόντες,  
ω, μια νοσταλγία με πιάνει για τα παλιά
τότε που εκείνοι σεβάσμιοι βρίσκονταν παρόντες

μες της κοινότητας την καρδιά,
με καθορισμένα καθήκοντα επιφορτισμένοι
κι από παιδιά τριγυρισμένοι.   
Άραγε το ’χει κανείς σκεφθεί
και δυνατά να το φωνάξει, να το πει

πως αφότου απ’ το κοινωνικό γίγνεσθαι
τα γηρατειά έχουν εξοστρακισθεί
η κοινωνία μας έπαψε να ’ναι πλέον κοινότητα ζωντανή
και μοιάζει στρατόπεδο, κόλασης μια φυλακή…..  

Απ' την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου "Θέσεις κι Αντιθέσεις"

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Το μεγάλο φαγοπότι


        Το μεγάλο φαγοπότι


Πόθησα,
ευάερο κι ευήλιο ένα «σπίτι»  να οικοδομήσω.
Και σ’ αυτό δια βίου με την αγάπη συντροφιά
να κατοικήσω.
Κι έχτισα λοιπόν
μικρό ένα σπίτι στου «ήλιου» τη κοιλάδα,
-τ’ όνομά της Ελλάδα-,
μ’ όλα τα παραθύρια του ανοικτά
το βλέμμα να χορταίνει της φύσης την ομορφιά.

Και τριγύρω ένα κήπο έφτιαξα
να τον τρέφει φως και λιακάδα.
Δέντρα φύτεψα καρποφόρα και πολύχρωμα φυτά,
μια κληματαριά κι αγιόκλημα, γιασεμί περικοκλάδα
κι αντάμα κόκκινη αναρριχώμενη μια τριανταφυλλιά.

Τέλος, σαν όλα ήταν έτοιμα
κι ήταν όλα μια ζωγραφιά,
πρόσκληση έστειλα,
να ’λθουν συγγενείς και φίλοι αδελφικοί,
ακόμη και σ’ εκείνους που δεν ήταν πια
και τόσο φιλικοί,
να κοπιάσουν όλοι για της χαράς
που ετοίμαζα τη γιορτή. 

Μεγάλο τραπέζι έστρωσα
στη δροσερή αυλή,
κορφολογώντας απ’ όλα τ’ αγαθά
που δίνει η μάνα γη,
φρούτα ζουμερά και φρέσκα λαχανικά,
ψωμί ζυμωτό κι άφθονο σπιτικό κρασί.

Φόρεμα της Άνοιξης δανείστηκα
κι έντυσα το κορμί
κι άνοιξα διάπλατα τη πόρτα να εισέλθει η ζωή.
Στις φλέβες μου, φλέβες ενός μικρού ποιητή,
Ελπίδας έρρεε, γλυκό παλιό κρασί
πως σα καταφθάσουν οι καλεσμένοι,
φίλοι θα γίνουν ξανά όσοι παρέμεναν κακιωμένοι.

Κι όλη μέρα τον κόσμο περίμενα
στο κατώφλι, χαμογελαστή.
Κι ήλθε το δείλι,
ήλθε η νύχτα με φεγγαριού φεγγοβολή,
ήλθε το ξημέρωμα και της άλλης αυγής,
πήγε μεσημέρι,
μα εκτός από έντομα, γάτες αδέσποτες και σκυλιά
και τα πουλιά που ’χαν στήσει από καιρό φωλιές στα κλαδιά,
δεν φάνηκε να ’ρχεται άλλος κανείς!   

Κι άρχισα φαγοπότι τότε μ’ εκείνα παρέα μαζί  
και συντροφιά με τον ήλιο, ήπιαμε όλο το κρασί!
Και μέθυσα κι έκλαψα με παράπονο ψυχής.
Μα κάπου ένοιωθα πολύ ευτυχής
μια και χόρτασαν αυτά που είχαν ανάγκη τροφής.

Κι όπως φτερούγιζαν πάνω μου τα πουλιά
και κάποια κάθονταν επί της κεφαλής
τιτιβίζοντας νότες ευχαριστήριας μουσικής,
κι άλλα γύρω μου σχημάτιζαν κύκλο ανοικτό,
τότε, αδέσποτα ζωντανά,
πετούμενα τ’ ουρανού κι εγώ,
αυθόρμητα ξεσηκωθήκαμε και στήσαμε χορό,
έναν απερίγραπτο ζωής ξέφρενο χορό
κάτω απ’ τον ήλιο το φλογερό!