Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Όσο κι αν ψάχνει ο νους μου.....



          Όσο κι αν ψάχνει ο νους μου….


Φεύγει ο νους μου σήμερα και δρόμο παίρνει.
Δρόμο μακρύ που φιδοσέρνοντας ανεβοκατεβαίνει
σε κάμπους ανάμεσα κι αλλεπάλληλα υψώματα
ελπίζοντας πως στο τέρμα θα δει απλωμένη
τη σοδειά της προόδου και της σύγχρονης ζωής την ακμή
που πέτυχαν οι άνθρωποι στων ημερών μας την εποχή.
Και τότε ποίημα θα κάτσω να γράψω με ψυχή αναπτερωμένη
εξυμνώντας τα μεγαλειώδη τους κατορθώματα.

Αλλά ω, πόσο γρήγορα ο νους σταματά μ’ ανάσα κομμένη!
Ακατάπαυστος ολούθε μαίνεται ο πόλεμος!
Με δαγκώνει ο φόβος όσο η ματιά μου κοιτάει αλαφιασμένη,
απ’ ολούθε ν’ απλώνεται θανάτου ένας όλεθρος!
Ω, εικόνες φρίκης, εδώ ένα χέρι καμένο,
εκεί από λόγχη ένα στήθος κατατρυπημένο  
πιο πέρα ένα κρανίο μαυρισμένο,
ω, ζωής εικόνες εφιαλτικές,
παρακάτω φωτιές, παντού φωτιές, να καίνε όλες τις πλευρές!
Και σε μεγάλων κυμάτων μορφώματα ο καπνός
μ’ αίματος μυρωδιά στον ορίζοντα όσο ανεβαίνει
κι αμαυρώνεται ο αμέτοχος ουρανός
βλέπω κάρα γεμάτα γέρους, γυναίκες και παιδιά
να τραβάνε αλαφιασμένοι στην ομίχλη και στην προσφυγιά,

ενώ οι Κοσμικοί λογιών-λογιών «Αφεντάδες»
μ’ ολόγυρά τους την «αυτοκρατορική φρουρά»
και τους παρατρεχάμενους «αυλικούς», τους μυριάδες,
σαν βροντοσείστες Δίες διαβαίνουν και περνούν καμαρωτά
μες απ’ τα καπνίζοντα ερείπια και των πτωμάτων τις αράδες!
Και δίχως να δίνουν σημασία ούτε καν να νοιάζονται
για τους αθώους άμαχους που ανελέητα σφαγιάζονται,
πίσω τους άπειρα «κανόνια» να έρπουν απειλητικά!
Κάτω απ’ τη φτέρνα τους μισθοφόρων μια «πανστρατιά»!
Πάνω στα κεφάλια τους θρονιασμένη, θανάτου σκιά,
που σίγουρη για την λεία, με νύχια γαμψά,
φτερουγίζει ολούθε προκλητικά!….

Κι ω, σαν άκουσα τον άχρονο χρόνο να καγχάζει ειρωνικά
τόσο βροντοχτύπησε μ’ αγωνία η καρδιά
π’ απ’ το στήθος κραυγάζοντας ξεπετάχθηκε η φωνή,
φωνή σαν τον κεραυνό, με θόρυβο εκκωφαντικό:
-Στων αιώνων τη ροή απ’ τ’ ανθρώπου τη διαδρομή,
ω, δεν θ’ απολείψουν τα «Βατερλό»!
Και στο χαμογέλιο π’ αντηχεί της καταστροφής,
ατενίζοντας με τρόμο τον ποταμό της ζωής
να κυλά και ν’ αχνίζει απ’ το αίμα  
και ν’ απογίνεται χειμάρρου οχετός
που παρασέρνει απομεινάρια νεκρωμένα,
ω, πώς βουβάθηκε με μιας η μελίρρυτη φωνή της ψυχής!...

Κι όσο των πτωμάτων ο σωρός
γύρω μου αυγαταίνει,
ο χείμαρρος λέξεων καρδιάς, όλο και λιγοστεύει.
Κι όσο απ’ τον στόχο του το ποίημα ξεμακραίνει,
ω, πόσο ασήμαντος νοιώθω σαν μάχιμος ποιητής!
Αλλά ο νους πεισμωμένος αντί να πάρει δρόμο φυγής
στα πεδία μαχών παραμένει αγωνιστής,
αποφασισμένος απ’ τη θέση του να μην το κουνήσει.
Κι ως το τέλος του αμυνόμενος, την σημαία της ζωής
ορθή να κρατήσει….
Κι ώσπου να ’λθει «του ήλιου μου το γέρμα» να πολεμήσει
για να ξεπλύνει την ντροπή
αυτών που στο πέρασμά τους μόλυναν την Παγκόσμια Ψυχή.

Και καβαλώντας ο νους το λευκό του φαρί,
εφόρμησε με παράτολμο ηρωισμό….
Μα στο πεδίο μαχών μπροστά στο διογκωμένο «ψέμα», 
ένοχο ευθυνών για τις καταστροφές σαν δεν είδε κανένα,
έβαλε φρένο στον καλπασμό
κι αφιππεύοντας στο χώμα το νωπό από αίμα 
με τα νύχια του σκαλίζει το λεξιλόγιο της γης,
αναζητώντας μια λέξη, όπως θα ζητούσε ένα ξίφος.
Περιφρονητικά, τούτης της ζήσης να φτύσει το ύφος.
Όμως όσο κι αν ψάχνει, όσο  κι αν σκάβει την γη βαθιά
ω, κατάλληλη δεν βρίσκει άλλη καμιά, παρά μόνο εκείνη την μια
που κάποιος άλλος την ξεστόμισε κάποτε θαρρετά.
Κι είναι αυτή, που τ’ Ανθρώπου δηλώνει την «κοπριά»!….  

Απ' την ποιητική συλλογή μου "Προσωπογραφίες"

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΑΛΗΜΈΡΑ ΖΩΗ









             Καλημέρα Ζωή!

Διασχίζοντας τις ώρες και τους αιώνες
με παιδική απλότητα
περιφερόμουν σε τούτη τη Πλάση
ένα κορίτσι μη ευγενούς καταγωγής
αναζητώντας την δική μου ταυτότητα.
Και μες την σφύζουσα κοινωνική ζωή
όπου τα γεγονότα προχωρούσαν με μεγάλη βιάση,
σαν απαίτησα να ’χω κι εγώ συμμετοχή
στον τρύγο μες τους καρπερούς αμπελώνες,
αντιμέτωπη ήλθα με «ταξική φραγή».

Μ’ ανυπότακτη σ’ αυτού του είδους την «κοινωνικότητα»
που σε διαδρομή ζωής θα μ’ εγκλώβιζε παγερή  
στου «Ήλιου» στράφηκα την Αδελφότητα.
Τ’ αχνάρια του ακολουθώντας σε Δύση και σ’ Ανατολή
η όλη μου βίωση, διαδραματιζόμενη στου ενός τον δρόμο
ούτε μεγαλείο είχε ούτε τραγικότητα
Μα όσο δρασκέλιζα τον χρόνο έξω απ’ τον χρόνο
χάραζα τα σημάδια μου άλλοτε σε πέτρα κι άλλοτε σε δεντρί.

Τί κι αν κάτω απ’ τον «Ήλιο» τον Πυρπολητή,
για καιρό πολύ χωρίς σκέπης ίσκιο πυρώθηκα;
Τί κι αν είχα πρόσωπο απ’ τον ήλιο μαυρισμένο;
Τί κι αν ήταν τα χείλη απ’ τη δίψα και τη ζέστη φρυγμένα;
Με το βλέμμα σ’ απόμακρο σημείο καρφωμένο,
είχα το νου σε διαρκή για το ουράνιο τόξο αναμονή.
Τι κι αν ήταν απ’ τις πέτρες τα χέρια σκληρυμένα;
με πείσμα όργωνα των νυχτών τη σιωπή.

Ένα κορίτσι μόνο, δίχως ευγενούς καταγωγής ταυτότητα, 
των εποχών την κάθε μια βιαιότητα ξεπέρασα
με των ασκητών την υπομονή.
Κι όταν με το φως της Αυγής
την οδύνη των νυχτών εξημέρωσα,
τότε, της φωτιάς μια σπίθα και του ανέμου ένα πουλί
συμπαντική λες κι απέκτησα οντότητα!
Και με ψυχής πληρότητα
στα ύψη πετώντας ανέκραξα:
-Καλημέρα Ήλιε μου Πυρπολητή!
Καλημέρα Ζωή!....


 Απ' την ποιητική συλλογή μου "Στον δρόμο του Ενός"

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Στην Λίμνη της Βουλιαγμένης



Στην Λίμνη της Βουλιαγμένης

Κάτι σήμερα μ’ είχε παρακινήσει
να ξαναπάω μονάχη στη Βουλιαγμένη Λίμνη
εκεί που είχαμε κι οι δυο χέρι-χέρι περπατήσει
κι απ’ τις καρδιές μας ανακρούονταν τότε μέλη και ύμνοι
για την Αγάπη που μας είχε η ζωή χαρίσει.
Κι ενώ από νωρίς είχα για κείθε ξεκινήσει,
σαν έφθασα, ήταν ώρα που ζύγωνε η δύση.

Αχ, πώς ξαναγύρισαν οι σκέψεις στον παλιό καιρό
σ’ όλα τ’ ανεπανάληπτα ωραία που μαζί είχαμε ζήσει!
Μα δεν άφησα δάκρυ απ’ τα μάτια μου να κυλήσει
κι αφέθηκα στο πανόραμα ν’ αποξεχαστώ
που αμετάβλητο κι αιώνιο το ’χει τούτη η χτίση!
Κι όπως χάζευα τα γκριζογάλανα της Λίμνης νερά
που ένας ήλιος πορτοκαλής μόλις είχε αγγίσει,
φύσαγε τ’ αεράκι με μυρωδάτη ανασαιμιά!
Ω, πώς χάιδευε τα φύλλα στων δέντρων τα κλαδιά!
Ερωτικά! Τρυφερά! Κι απαλά!

Και κείνα θρόιζαν στα χάδια του σαν χτένια κρεμασμένα!
Κι όπως τεντώνονταν λιγωμένα στον ουρανό ψηλά,
μες απ’ τα δόντια τους τα λυγισμένα
γλιστρούσε ανάμεσά τους ο ήλιος αργά-αργά
κι αγκάλιαζαν οι ακτίνες του κι εμένα!
Ω, ανάταση ψυχής και νου
στο σιωπηλό αγκάλιασμα του δειλινού!

Μα δεν χρειάστηκε ούτε ένα λεπτό
ν’ αλλάξει με μιας το συναίσθημα τ’ ονειρικό
απ’ αναπάντεχη ταραχή και βουητό!
Ένα σμήνος βατράχια, ωραία πιτσιλωτά βατράχια
πηδούσαν απ’ την μια πέτρα στην άλλη κράζοντας τρομαγμένα
κι έτρεχαν να κρυφτούν όπως-όπως στα βράχια!
Ω, τα καημένα!

Μ’ αφίλητους πρίγκιπες μέσα τους παγιδευμένους
κι απ’ τους ανεκπλήρωτους πόθους τους βασανισμένους
στο μούχρωμα του δειλινού, μου φάνταξαν εμένα!
Αχ, πόσο τα συμπόνεσε η καρδιά και μάτωσε η ψυχή,
καθώς με μάτια τα κοιτούσα δακρυσμένα,
για τα φίδια να γίνονται άφθονη τροφή!
Φίδια που παραμόνευαν στα βράχια χωμένα…..
Κι ω, τα καταραμένα!
Δεν άφησαν βατράχι να χοροπηδά ούτε ένα!
Ούτε έναν πρίγκιπα για φίλημα, κανένα!
Τα μάγια να του λύσω, μ’ αγάπης φιλιά εξαγνισμένα!

Απ' την ποιητική συλλογή μου "Τραγούδια της σιωπής"