Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Οι "ταξιδιώτες"



               Οι «ταξιδιώτες»



Απ’ το μακρινό ταξίδι τους, ξενιτεμένοι νοσταλγοί
ταξιδιώτες τα κύματα ξαναγυρνούν.
Κι έρχονται, αμέτρητο πλήθος καραβάνια,
δίχως να σταματούν
το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο
και κρυφομιλώντας σιγοτραγουδούν
της ξενιτιάς τον καημό και βογκούν.
Κι όπως αγκαλιάζουν τρυφερά
την αμμουδιά στην ακτή
και προσκυνώντας την,
γλυκά-γλυκά την φιλούν,   
ένα- ένα τα μετρώ,
δεν έχουν σωσμό και τα ρωτώ:

-«Ω! ακούραστοι ταξιδιώτες, από πού ερχόσαστε;
Τι γυρεύετε δω και συνεχώς βογκάτε;
Στη στεριά τί απ’ όλα ζηλώσατε
και τι απ’ αυτή περισσότερο λαχταράτε;
Κι όλο αγκαλιάζετε την ολόστρωτη αμμουδιά
και με πάθος την φιλάτε;
»Κι ύστερα πάλι φεύγετε, μ’ αδιάκοπη ροή;
Που πάτε, αλήθεια που πάτε
σαν ταξιδιώτες μυστικοί;
Μήπως στ’ άπειρο, στο αχανές μακριά εκεί
όπου δεν φτάνει τ’ όνειρο της η δική μου ψυχή;».

»Ω, παρακαλώ σας! Τότε μαζί σας πάρτε
τα χαιρετίσματά μου.
Και τα φιλιά μου.
Τις λαχτάρες μου κι όλα τα μυστικά μου.
Ολάκερη τη καρδιά μου.


Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Ζωής μη φοβάσαι "σκοτεινιές"




         Ζωής μη φοβάσαι «σκοτεινιές»


Σύγχρονης Ζωής μη φοβάσαι «σκοτεινιές».
Σαν των εποχών τις εναλλαγές,
συμβαίνουν αδελφέ μου, από καιρό σε καιρό, στιγμές θαυμαστές
που το «είναι» τ’ ανθρώπου σε «στάσεις κι αντιθέσεις»,
παίρνει στροφές κι αλλάζει «θέσεις».

Και σαν Έλληνας της Ιωνίας γης ή της Αττικής,
μελετώντας ξανά «το κρύφιο νόημα» της ζωής
κατανοεί το αίνιγμα της «Σφίγγας» και προχωρά.
Δαμάζει πάλι την «Ύδρα» που αναταράζει τα νερά.
Νικάει τον «Δράκο» που ξερνάει φωτιά

Μαδάει του «Γύπα» τα φτερά
και δένει το ράμφος του, άλλο πια 
να μη μπορεί, σαν του Προμηθέα,
να του κατατρώει τα σωθικά.
Και τότε, ξανα-ζεύει στην θέλησή του
την αρχαία χίμαιρα την τριπλή

κι ακάθεκτος στην Ολύμπια ορμά ηλιόλουστη κορυφή.
Κι εκεί συνομιλώντας πότε μ’ Ήρωες και πότε με Θεούς 
μύστης και σταυροφόρος κατέρχεται με φωτισμένη ψυχή.
Λούζεται στην ιερή της Κασταλίας πηγή.
Ζητάει χρησμό απ’ τους Δελφούς. 

Στις Θερμοπύλες πάει για προσκύνημα.
Περνάει απ’ την Ολυμπία κι αφήνει μήνυμα
για αγώνων συμμετοχή. 
Κι ύστερα Μαραθωνοδρόμος μ’ ορμή ανέμου ξεχύνεται 
σε λαμπαδηφόρο διαδρομή,

φλόγα μεταφέροντας ιδεατού ονείρου
κι ως την άκρια της γης
σ’ Οδύσσεια περιπέτεια ξανοίγεται
διαλαλώντας καθοδόν το «νόημα» της ζωής,
με τη φωνή του Ομήρου …..

Ω, Ναι, μη φοβάσαι αδελφέ
σύγχρονης Ζωής «σκοτεινιές»!
Πάντοτε συμβαίνουν στιγμές,
σαν τις εποχές, θαυμαστές
κι εναλλαγών έρχονται σε «στάσεις και θέσεις»,

κάποιες υπερούσιες ώρες,
που το συνειδητό μας,
όμοιο με τις αναμένουσες τον «Νυμφίο» Παρθένες Κόρες
σ’ έκσταση ψυχής, κατανοεί
το γράμμα του αρχέγονου «Νόμου» κι αναφωνεί:

-«Όλα στη Ζωή προέρχονται απ’ το Φως
κι όλα ξαναγυρνούν πάλι εκεί»….


Το ποίημα αυτό συμπεριελήφθη στην Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα του Χάρυ Πάτση, τόμος 25ος

"Η μυστική Εταιρία"


   
        Η «μυστική εταιρία»

Στη διαμόρφωση της Παγκόσμιας κοινωνίας
μακρύς ο δρόμος θεμελίωσης νόμων ισοτιμίας
κι ήταν γεμάτος αίματα.
Στο όλο θέμα σχεδιασμού κι επιστασίας
οι Αιώνες δεν λένε ψέματα!

Κι όποιος αγαπάει την αλήθεια, σαν την μιλάει,
έχει το δικαίωμα ένα μαστίγιο να κρατάει
και προβαλλόμενα «ψεύδη» ζωής να χτυπάει,
όπου κι αν τα συναντάει.

Κι ιδού! Μη και κάτω απ’ το κάλυμμα
της κοσμικής εξουσίας
δεν δρούσε πάντα ισχυρότατο
το «σύστημα» θεοκρατίας;

Μια πραγματική, «μυστική εταιρία»!
Με κρυφούς αρχηγούς.
Μ’ εσωτερική διδασκαλία
σ’ απόκρυφους στόχους
κι εμπιστευτικούς σκοπούς!.

Μη και δεν χτύπησε νοημοσύνη
κι ατομική ελευθερία
κι έστησε και στήνει
αμέτρητους επί γης σταυρούς;

Κι όλα αυτά, με σχετική ευκολία,
μια και για τα «δρώμενα» της,
των ανθρώπων η πλειοψηφία
ελάχιστα στο σύνολό της ήταν πληροφορημένη.

Κι η «εταιρία»,
στηριζομένη σε μια «γενναία» μειοψηφία
που ήταν στο κύκλο των εργασιών της σοφά μυημένη
μ’ όρκο θανάτου να φιλά τα μυστικά
και να υπακούει τυφλά,

έχοντας ήδη αρπάξει το «χρυσάφι» της γης,
έβαλε στο χέρι κι όλα τα «τιμάρια» ζωής
κι απεργάστηκε τη κυριαρχία
πάνω σ’ όλους τους τομείς.

Τι κι αν στον αντίποδα ζωής
υπήρξαν κι «έντιμοι» πολλοί

που σαν έμαθαν πια τα μυστικά της παραφροσύνης,
στη μυλόπετρα του συστήματος

δεν έμειναν αλυσοδεμένοι,
μοιρολατρικά στην εξουσία του παραδομένοι;
Όμως τι κι αν μ’ αλύγιστη απόφαση
προέταξαν αντίσταση σθεναρή  

και με ματωμένη το προσπάθησαν ψυχή
μες απ’ τον πόνο του Κόσμου
ο Νόμος της Αγάπης να βγει;
Το «σύστημα» άγρυπνο ήταν να καιροφυλακτεί
και πανέτοιμο ανά πάσα στιγμή! 

Κι έτριβαν κάθε φορά τα χέρια
οι «υπηρέτες της Δικαιοσύνης»!
Στα τραπέζια βασανιστηρίων
τις ξυλόβιδες λάδωναν οι «βασανιστές»
κι ακόνιζαν δίστομα μαχαίρια!  

Κι όσο πύρωναν τις τανάλιες σε καμίνια υπογείων,
οι μυστικοί αρχηγοί συνδαύλιζαν τις φωτιές
για να καούν των «αιρετικών», οι ψυχές!

Κι ω, η αναδυόμενη μαύρη, λιπαρή
εκείνη η βρωμερή «καπνιά»
πόσο σκοτείνιασε ζωής «ανατολές και δειλινά»!

Καπνιά που ακόμα βρωμά
κι η μπόχα της δεν απόδιωξε μοναχά
την ελπίδα για μια σύγκλιση κοσμική,,
που θα ένωνε τους ανθρώπους

αδελφωμένους συντρόφους
σε μια παγκόσμια διαδρομή ανοδική,
αλλά πάνω απ’ όλα και το πιο πολύ,
στραγγάλισε και κατέπνιξε την αλήθεια του Παντός!....

Κι αλίμονο! «Θου Κύριε, στο στόμα μου φυλακή»! 
Ω! Πόσο οι Αιώνες γεννοβόλησαν «σκότος νυκτός»!
Τόσο που ο Λόγος Σου, Λόγος ανέσπερου φωτός
σ’ απάτης ανείπωτης λόγος απλώθηκε στη ζωή!  

Κι από τότε ως τώρα και πέραν από κάθε λογική
τούτη η «μειονότητα», αρετών πρεσβεύουσα την «ηθική»,
σαν δολοφονικό κυριαρχώντας ασκέρι,
κυβέρνησε και κυβερνάει ακόμη μ’ ατσάλινο χέρι

κι εξακολουθεί ακόμα όπως εκείνη θέλει,
με φανατισμούς να κατευθύνει όπου κι όπως την συμφέρει,
την όλη οδοιπορία των ανθρώπων πάνω στη γη!

Το είναι μου εξεγείρεται στην όλη της υποκρισία
π’ ακόμη επικρατεί
κι οργίζεται για τα «συγχωροχάρτια»
όπου βάζει υπογραφή!

Φρίττω πόρτα ολούθε να βλέπω
ενός τάφου ανοιχτή
κι ο Κόσμος σ’ αυτοκτονία
να σπρώχνεται ομαδική!

Κι όσο αφουγκράζομαι την Παγκόσμια ψυχή
να δέρνεται για τον θάνατο του Ανθρώπου
και για τον χαμό του να χτυπιέται,    
μαζί της κι η ψυχή μου θρηνεί
κι αναρωτιέται:

Ω, Κόσμε, σαν του Ορφέα,
πώς διαμελίστηκε σε κομμάτια
η ύπαρξή σου η ωραία!
Και τώρα η υπέρτατη εκείνη στιγμή
άραγε θα ξανασυμβεί,

κάθε κομμάτι σου να επανασυνδεθεί;
Και μες απ’ τα σπλάχνα σου με φλόγα στα μάτια,
ίδια σαν την φλόγα εκείνων στον τόπο των Θερμοπυλών,
που καίει στα βάθη της ιστορίας,
πανστρατιά να ξεπεταχθεί αγνών ιπποτών!

Έτοιμη την αποφασιστική λέξη να προφέρει
Κι ως ένα σώμα μια ψυχή θα κινηθεί
σε δρόμο θυσίας,
με την μεγάλη ιδέα για των πραγμάτων την ανατροπή,
ιδέα με τον Θείο Νόμο Αγάπης συμβατή!

Κι όμοια σαν την αστραπή,
καίριο χτύπημα να καταφέρει
στο σύστημα το εδραιωμένο απ’ την «μυστική εταιρία»
και νέα Κοινωνική να διαπλάσει κοσμογονία!


Συναισθημάτων λόγια

Για την ημέρα της Γης παραθέτω το πιο κάτω ποίημά μου


         Συναισθημάτων λόγια


Ζωής «χειμώνες» ενώ πέρασαν από χρόνια
γιατί φίλοι μου στων πολλών ανθρώπων τις καρδιές
δεν λιώσανε ακόμη τα κρυσταλλιασμένα «χιόνια»
«λάλον ύδωρ» να γεμίσουν της ψυχής τους οι πηγές;
Την «άνοιξη» ενώ λάλησαν «οι κούκοι» στης γης τις απλωσιές
γιατί δεν άνθισαν ακόμη της «αμυγδαλιάς» τα κλώνια;
«Ήλθαν!», «να τα, να τα!» τσίριξαν τα παιδιά με χαρούμενες φωνές
δείχνοντας στον γαλανό αιθέρα σπαθάτες ουρές.
Μα όσο κι αν έψαξα κάτω απ’ τις στέγες των σπιτιών, στις γωνιές    
ούτε τις «φωλιές» τους βρήκα ούτε είδα τα «χελιδόνια»;
  
Μη κι αυλαία με παραπετάσματα βαριά
έχει κλείσει δια παντός τ’ ουρανού «τ’ ανώγια»
κι ήλιος- ζωογόνος, καλόκαρδος και ψυχοπονιάρης
δεν εμφανίζεται στα μάτια όλων μας πια;
Κείνος ο «ήλιος-πυρπολητής» στ’ άρμα του καβαλάρης,
να φλογίσει το είναι μας για πέταγμα στα «υψηλά»;
Ή μη του νου μας η ανεμοζάλη, αυξανόμενη με τα χρόνια
έχει κάνει την όλη κακότεχνη δουλειά
και με ζωής καταχνιά και της μοίρας την καταφρόνια
περιφερόμαστε τυφλά μες σ’ ανήλιαγα «κατώγια»!

Α, δεν είμαι μάντισσα να μαντέψω
τα «γιατί» στ’ απόκρυφα του όλου μυστηρίου.
Αλλά στα χείλη μου λόγια κρέμονται συναισθημάτων
που κάτω απ’ τον καταιγισμό χτυπημάτων
του βιωματικού μας μαρτυρίου
δύσκολα πια μπορώ να τα τιθασεύσω.
Ω, τί τρέλα μας έπιασε, τί ξετσιπωσιά,
όταν από ταπεινοί αναγνώστες του Ιερού Βιβλίου,
τον εαυτό μας βάλαμε στη θέση του Θείου!
Και το χειρότερο, μόλις τα «αιρετικά» διαπράξαμε,
ποδοπατώντας όσια και ιερά σφίξαμε τη γροθιά
και στην αλυσίδα της ζωής, τους κρίκους σπάσαμε!

Κι αφότου ανυπακοή στη Φύση αντιτάξαμε,
ως βάρβαροι πολεμοχαρείς ορμήσαμε.
Και δίχως χαλινάρι και ξέφρενα καλπάζοντας,
την τροφοδότρια Γη σαν κατακτήσαμε
στην ηδονή της υπεροχής μεθύσαμε
και σαν «αφεντάδες» θελήσαμε
να μην είναι πλέον παρθένα η πανάγαθη Γη.
Και σαν αγρίμια ουρλιάζοντας
την αναποδογυρίσαμε,
την βιάσαμε  
και την ξεκοιλιάσαμε
Την αναστατώσαμε
κι εγκαθιδρύοντας νέα Ζωή
διαφορετική μορφή της δώσαμε,
πιο πλούσια της φορέσαμε στολή,
μα λιγότερο πολύτιμη την κάναμε κι ακριβή!  
Ω, τελικά τα ένστικτά μας δεν δαμάσαμε!

Μ’ όπλα που κροτάλιζαν σαν κανόνια
τους «κούκους» έναν-έναν σκοτώσαμε,
κανένας να μην κελαηδεί
-και πως η άνοιξη να ξανά ’λθει;- 
και σ’ ένα «χειμώνα» διαρκή
τις εποχές μεταλλάξαμε.
Γκρεμίσαμε τις φωλιές
να μη τις ξαναβρούν τα «χελιδόνια»
Τους φυσικούς νόμους τόσο αποξεχάσαμε
που σαν πήραμε «κλαδευτήρια και πριόνια»
δεν περιφρουρήσαμε τ’ άνθη που θα ’δεναν καρποί,  
αλλά πετσοκόψαμε απ’ τη ρίζα, της «αμυγδαλιάς»
όλα τα ζωογόνα κλώνια.
Και σήμερα εδώ που φτάσαμε
στην άνυδρη «έρημο της μοναξιάς»
και στους βάλτους της θλίψης αράξαμε,
τώρα όσο για ίσκιο δροσερό και γάργαρο νερό κι αν ψάξουμε
δεν βρίσκουμε «οάσεις» να ξαποστάσουμε,
καθάριο νερό να ξεδιψάσουμε…
ούτε «χουρμάδες» την πείνα μας να χορτάσουμε….
Και νηστικοί από ζωής αγάπη,
διψασμένοι απ’ αδελφική συμπόνια
στην «έρημο» πανικόβλητοι όπως σεργιανάμε,
τί πλούτο είχαμε,... και τον χάσαμε.... όλοι μετράμε!